22/11/13

Μια εικόνα του παρόντος, παράδειγμα για το μέλλον.






Το δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 2000 δεν εξελίχθηκε, όπως θα περίμεναν οι Ιταλοί για το ποδόσφαιρό τους. Ένα ποδόσφαιρο που το 2003 είχε δώσει τον πρώτο εγχώριο εμφύλιο σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, ένα ποδόσφαιρο που βρισκόταν σε πλήρη ακμή από το 2001 κι έπειτα, με δαπανηρές μεταγραφές, τους μεγαλύτερους παίκτες του κόσμου να καταλήγουν στο Καμπιονάτο και γενικότερα ένα αίσθημα υπεροχής, έναντι των παραδοσιακών του αντιπάλων. Όλα αυτά έμελλε όμως να ανατραπούν. Γιατί, όπως φάνηκε στη συνέχεια, όλη αυτή η ευημερία ήταν απόλυτα πλασματική και προσωρινή. Μια φούσκα, που αργά ή γρήγορα θα έσκαγε και θα έφερνε στην επιφάνεια τα πραγματικά προβλήματα του ποδοσφαίρου της γειτονικής χώρας.  Προφανώς, η κρίση δεν ξεκίνησε το 2006. Το ιταλικό ποδόσφαιρο βρισκόταν σε μια ελεγχόμενη κρίση από τους μεγαλοπαράγοντές του από τις αρχές του 2000 τουλάχιστον. Το 2006 απλά έγινε το μεγάλο μπαμ, που νομοτελειακά θα συνέβαινε κάποτε. Και παρόλη, την κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Σκουάντρα Ατζούρα το ίδιο καλοκαίρι σε εθνικό επίπεδο, αλλά και των 2 Τσάμπιονς Λιγκ από τη Μίλαν το 2007 και την Ίντερ το 2010, η κατάσταση, όχι μόνο δεν αναστράφηκε, αλλά κατέληξε σε επιδείνωση των πραγμάτων.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως, κι ειδικότερα από το γεγονός, ή μάλλον τη σειρά από γεγονότα, που πολλοί χαρακτηρίζουν ορόσημο για την κατρακύλα του
Calcio σε όλα τα επίπεδα, που ακολούθησε. Το σκάνδαλο Calciopolis. Η ιστορία είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Υποβιβασμός της Γιουβέντους στη Serie B, αφαίρεση των δύο τελευταίων Scudetti, αφαίρεση 9 βαθμών από το νέο πρωτάθλημα, αφαίρεση 17 βαθμών από τη Μίλαν και αφαίρεση βαθμών από τις Φιορεντίνα, Λάτσιο και Ρετζίνα, οι οποίες, υποτίθεται, ότι κρίθηκαν ένοχες σε δίκες παρωδίες. Το σημείο εστίασης, φυσικά, δεν είναι η καθεαυτό τιμωρία όσων κρίθηκαν ένοχοι, αλλά η επιβολή ποινών, οι οποίες χτυπούσαν τα συμφέροντα των ομάδων, τόσο όσο ήταν αρκετό στην Ίντερ του Μοράτι να ανοίξει την ψαλίδα από τους ανταγωνιστές της. Μια Ίντερ, η οποία είχε τα χρήματα, αλλά όπως λέμε και για τις επιχειρήσεις, υστερούσε σε «τεχνογνωσία» έναντι των βασικών ανταγωνιστών της.

Η Ίντερ κατόρθωσε να ανοίξει τη διαφορά ποιότητας και δυναμικότητας από τους βασικούς της ανταγωνιστές. Κι είναι εύλογο. Εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της τη συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία βέβαια είχε αρνητικά αποτελέσματα για το Καμπιονάτο μεσοπρόθεσμα. Η πρώτη συνέπεια, ήταν φυσικά η μείωση του ανταγωνισμού για τα σκήπτρα του πρωταθλητή. Κανένα πρόβλημα για τον δυνατό της υπόθεσης. Αλλά, η συγκεκριμένη συνιστώσα, οδήγησε σε μια αλυσιδωτή αντίδραση. Συνέπεια της έλλειψης ανταγωνισμού ήταν η μείωση του αριθμού των δυνατών παιχνιδιών, που καθηλώνουν το θεατή. Κι όλο αυτό, είχε αντίκτυπο στο επόμενο τηλεοπτικό συμβόλαιο, το οποίο είχε, σαφώς, λιγότερα χρήματα να προσφέρει στο Καμπιονάτο, απ’ ότι στην Πρέμιερ Λιγκ, ή στην Πριμέρα, για παράδειγμα. Επιπλέον, οι χορηγοί βλέποντας το προϊόν που χρηματοδοτούσαν, να ατροφεί και να αποδυναμώνεται ραγδαία, απέσυραν τις χορηγίες. Έτσι, φτάνουμε σε έλλειψη χρήματος για μεταγραφές. Ή μάλλον αρκετού χρήματος για να παραμένουν οι ομάδες ανταγωνιστικές, απέναντι στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.

Δεύτερη συνέπεια, είναι η μείωση της αξιοπιστίας του πρωταθλήματος, η εικόνα της ασυδοσίας και της διαφθοράς που βασιλεύει. Όχι, ότι είναι κάτι το οποίο δεν αληθεύει. Απλά, διογκώνεται διαρκώς σαν μπαλόνι, από τα ΜΜΕ, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος και χωρίς να συμβαίνει κάτι το διαφορετικό και πιο παράνομο απ’ ότι στα υπόλοιπα μεγάλα πρωταθλήματα. Βέβαια, είναι αξιοπρόσεκτη και η νοχελικότητα των παραγόντων των ομάδων, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται να προστατεύσουν το προϊόν τους. Όχι, να κρύψουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί, αλλά να σφίξουν τα χαλινάρια σε όλα τα επίπεδα. Όλη αυτή η κατάσταση καταλήγει στο εξής λογικό επακόλουθο. Στην απώθηση των παικτών κλάσης σε άλλα πρωταθλήματα και τη μείωση της ψαλίδας, αναφορικά με την ποιότητα, προς τα κάτω.

Το Καμπιονάτο εκπίπτει, λοιπόν, σε οικονομικό επίπεδο λόγω Calciopolis, και σε αγωνιστικό επίπεδο, λόγω των συνεπειών του
Calciopolis. Αντιλαμβανόμαστε, ότι το συγκεκριμένο σκάνδαλο δεν ήταν μέσο αυτοκάθαρσης του οχετού του Ιταλικού ποδοσφαίρου, αλλά το όπλο μιας ομάδας να αποδυναμώσει, με πρόφαση και σύμμαχο τη «δικαιοσύνη», τους βασικούς της ανταγωνιστές προς ίδιον όφελος. Το οποίο γύρισε εναντίον της λίγα χρόνια μετά, γιατί το οικοδόμημά της βασισμένο σε σαθρά θεμέλια, συμπαρασύρθηκε από τη γενικότερη κατάσταση του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Ένα άλλο πρόβλημα που αναδύθηκε, ιδιαίτερα μετά το
Calciopolis, αλλά και νωρίτερα, όπως δηλώνουν τα γεγονότα, είναι η ιδιαιτερότητα στο «τρέξιμο» της ομάδας επιχείρησης. Δηλαδή, κατά μήκος της ιταλικής χερσονήσου, οι ομάδες βασίζονταν στο εξής σύστημα. Όσα βάλει ο πρόεδρος, όποτε γουστάρει ο πρόεδρος. Με τη συγκεκριμένη κατάσταση να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, καθώς αυτό πληρώνει τώρα η Μίλαν, αυτό πλήρωνε μέχρι και φέτος η Φιορεντίνα. Ο συγκεκριμένος τρόπος χρηματοδότησης προκαλεί πολύπλευρα προβλήματα. Κατ’ αρχήν, δημιουργεί κάθε χρόνο χρέη, λόγω των ελλειμματικών προϋπολογισμών, τα οποία καλείται να καλύψει από την τσέπη του ο ιδιοκτήτης. Ο οποίος πολλές φορές δεν έχει, πλέον, τη διάθεση να το κάνει. Παράδειγμα, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, εφέτος. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό, τίθεται εν αμφιβόλω το μέλλον, η βιωσιμότητα, αλλά και η ανταγωνιστικότητα του συλλόγου. Ο πρόεδρος καταλήγει να σημαίνει περισσότερα για τους οπαδούς, απ’ ότι η ομάδα τους. Μοιάζει με μια ιδιότυπη κατάσταση ομηρίας. Και τελικά, δεν μπορεί να περάσει τα οικονομικά τεστ της Ουέφα, σύμφωνα με τις επιταγές των τελευταίων ηθών και εθίμων που εισήγαγε ο κ.Πλατινί. Ομάδες-εταιρείες, οι οποίες μόνο σαν εταιρείες δεν λειτουργούν.

Παράλληλα με το
Calciopolis, συνέπεσε και η ανάληψη καίριων διοικητικών πόστων σε ομοσπονδία και ομάδες από ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν το ειδικό βάρος και τη δυναμικότητα των προκατόχων τους. Ορισμένοι καρατομήθηκαν και τιμωρήθηκαν, λόγω του σκανδάλου (Μότζι-Μπετέγκα-Τζιράουντο), ενώ άλλοι αποχώρησαν από το προσκήνιο, λόγω λήξης θητείας τους. Δε μιλάμε μόνο για τη Γιουβέντους φυσικά, η οποία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της πρωτόγνωρης συστολής λόγω του σκανδάλου, αλλά γενικότερα για το ιταλικό ποδόσφαιρο, μιας και ο πρόεδρος της FIGC αποχώρησε επίσης, και τον διαδέχτηκε ο Αμπέτε. Σαν να μην έφτανε αυτό, στην αποχώρηση σημαντικών ανθρώπων, για συλλόγους και ομοσπονδία, ήρθε να «κουμπώσει» η ανάληψη των «ορφανών», πλέον, θέσεων από ανθρώπους, είτε ακατάλληλους, όπως ο Ζαν Κλώντ Μπλαν, που ένας θεός ξέρει πώς ανέλαβε πόστο στη Γιουβέντους μετά-Calciopolis, φτάνοντας να γίνει και πρόεδρος, είτε υποδεέστερους και εύκολα χειραγωγίσιμους, όπως ο Τζιανκάρλο Αμπέτε. Το λάθος άτομο, στη λάθος θέση, στη λάθος εποχή. Το ίδιο «σκοτεινή» περίοδος υπήρξε και συνεχίζει να είναι και για την ιταλική διαιτησία, η εποχή, της οποίας η αρχή σηματοδοτήθηκε από το σκάνδαλο και βιώνει η Ιταλία τις συνέπειές, ακόμη και σήμερα. Μετά τον Κολίνα το χάος. Άντε, ίσως, ο Ροσέτι να στάθηκε στο ύψος των συναδέλφων του τού εξωτερικού. Γενικώς, όμως, η ποιότητα των διαιτητών έχει πέσει αισθητά, με αποκορύφωμα τις διαιτησίες των τελευταίων ετών, όταν το πρωτάθλημα διεκδικούν δύο ή περισσότερες ομάδες, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Για να μην πλατειάζω, θεωρώ πώς τα παραπάνω έχουν οδηγήσει στο εξής σημαντικό: την έλλειψη οράματος για έξοδο από το διαρκές τέλμα, αλλά και την ενδεικτική για Ιταλικούς συλλόγους, κακή διαχείριση καταστάσεων. Η ομοσπονδία, ειδικότερα, έχει χάσει εντελώς την αίγλη και την επιρροή της τόσο, που καταντά διακοσμητικό όργανο. Οι τεχνικοί διευθυντές είναι το ίδιο χαμηλής ποιότητας, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των μεγάλων συλλόγων της χώρας. Οι διαιτητές από την άλλη, μοιάζουν επιπέδου τοπικών κατηγοριών, δεν αντέχουν το βάρος των παιχνιδιών και επιδίδονται διαρκώς σε άκρως προκλητικές διαιτησίες, με μόνο στόχο την υπέρ-προβολή τους.

Μεγάλη κουβέντα και πολλά μπορούν να ειπωθούν για την επόμενη συνιστώσα που θα αναλυθεί: το γήπεδο στην Ιταλία. Εγκατάλειψη και δεκαετία του ’80. Έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος, απλά και συνοπτικά την εικόνα των ιταλικών ποδοσφαιρικών γηπέδων. Η πηγή του προβλήματος είναι το γεγονός, ότι τα γήπεδα στη γείτονα χώρα παραμένουν δημοτικά, ήτοι περιλαμβάνονται στην κρατική περιουσία. Δηλαδή, οι πρόεδροι των ομάδων, δε μπορούν να κάνουν τις παρεμβάσεις που απαιτούνται για να διατηρηθούν, αφενός, τα γήπεδα σε ένα καλό επίπεδο και αφετέρου, να παραμείνουν
up to date, καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς και με ταχείς ρυθμούς. Το βασικότερο πρόβλημα που προκαλείται, από τη μη ύπαρξη ιδιόκτητων γηπέδων, είναι τα γήπεδα να γίνονται ακατάλληλα, ακόμη και για τους ίδιους τους οπαδούς, στερώντας από την ομάδα ένα σημαντικό έσοδο. Επίσης, το σύστημα υπόγειας θέρμανσης του γηπέδου (απαραίτητο για όλα τα γήπεδα τουλάχιστον του βορρά, αφού στην Ιταλία ο χειμώνας φέρνει και τα «δώρα» του), διατίθεται μόνο στα μεγάλα γήπεδα της χώρας, πχ Σαν Σίρο, Ολίμπικο. Και για να μιλήσουμε με απτά γεγονότα, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κάλιαρι, ο πρόεδρος της οποίας, Τσελίνο, είναι στα μαχαίρια με το δήμαρχο της πόλης και συχνά πυκνά, ως ιδιότροπος το λιγότερο, αποφασίζει ετσιθελικά, είτε να παίξει η ομάδα του στην άλλη άκρη της χώρας (η Γιουβέντους στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις της με τους Σαρδήνιους έχει αγωνιστεί στην Τεργέστη και στην Πάρμα), είτε να ανοίξει τις κερκίδες, ενώ εκείνες δεν ήταν ασφαλείς (έχασε το συγκεκριμένο ματς με αντίπαλο τη Ρόμα 0-3 στα χαρτιά). Για εμπορικές χρήσεις ούτε λόγος. Άλλωστε, και το marketing είναι πολύ πίσω στους ιταλικούς συλλόγους, σε σχέση με τους κύριους και παραδοσιακούς αντιπάλους τους, από το εξωτερικό. Ποιο λοιπόν το αποτέλεσμα όλων αυτών; Μα φυσικά, ο παράγοντας γήπεδο, αντί να τονώνει και να δίνει ώθηση στην ομάδα, της οποίας και είναι έδρα, λειτουργεί σαν τροχοπέδη, ανασταλτικά, ελαχιστοποιώντας τα έσοδα των συλλόγων. Παράλληλα, επιτρέπει στην κουλτούρα του «γηπέδου της Κυριακής», αναχρονιστική όσο δεν πάει, να διατηρείται ζωντανή, ενώ οι σύγχρονες ανάγκες επιτάσσουν τον οπαδό, όχι μόνο οπαδό, αλλά, βασικά, πελάτη σε καθημερινή βάση για την ομάδα και το γήπεδό της. Ιδιαίτερα ακανθώδες το ζήτημα, ακόμη δυσκολότερη η λύση του μελλοντικά.

 Επόμενη ενότητα. Φάκελος Ιταλοί προπονητές. Ξεκινάμε με τη σταθερά. Οι μεγάλοι Ιταλοί προπονητές εργάζονται στο εξωτερικό. Ο Λίπι στην Γκουανγκζού Εβεργκράντε, ο Καπέλο είναι πλέον ομοσπονδιακός τεχνικός της Ρωσίας, ο Αντσελότι διαχειρίζεται το πανάκριβο ρόστερ της Παρί κι ο Σπαλέτι σηκώνει κούπες στην Αγία Πετρούπολη. Αυτός ο παράγοντας, ο οποίος είναι άμεσο επακόλουθο των προηγούμενων ζητούμενων, συντελεί στην πτώση της ποιότητας των προπονητών στη
Serie A. Αλυσιδωτά, αυτό με τη σειρά του δίνει την ευκαιρία σε αμφίβολης ποιότητας προπονητές να ανέλθουν σε πάγκους, τους οποίους πριν λίγα χρόνια δε θα έβλεπαν ούτε με κιάλια (βλέπε Αλέγκρι), ενώ συχνά πυκνά έχουμε περιπτώσεις ομάδων, οι οποίες έχοντας περιέλθει σε αγωνιστικό αδιέξοδο, απευθύνονται σε άπειρους προπονητές (βλέπε Στραματσιόνι). Έτσι, καταλήγουμε στην αδυναμία ορισμένων από αυτούς να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έχουν δημιουργηθεί για το πρόσωπό τους, απολύονται, και η μόνη ζημιωμένη είναι η ομάδα, η οποία βρίσκεται διαρκώς σε μια αγωνιστική αβεβαιότητα, ενώ δεν υπάρχουν και τα απαιτούμενα χρονικά περιθώρια για να αναδειχθεί το έργο του προπονητή και η ποιότητα των ποδοσφαιριστών. Με μπόνους φυσικά, το εκρηκτικό ταπεραμέντο αρκετών προέδρων συλλόγων της πρώτης ταχύτητας της χώρας, όπως ο Τζαμπαρίνι της Παλέρμο, ο Πρετσιόζι της Τζένοα, που αλλάζουν προπονητές πιο συχνά κι από τις κάλτσες τους.

 Αν μη τι άλλο, τεράστιο πρόβλημα για το ιταλικό ποδόσφαιρο αποτελεί και η προέκταση του παραπάνω ζητήματος, το τρίπτυχο «Παίκτες-Ακαδημίες-Σκάουτινγκ». Κατ’ αρχήν, όπως και στη χώρα μας, στην Ιταλία καταφτάνουν καραβιές παικτών αμφίβολης ποιότητας, από τους οποίους μερικοί μπορούν να αποδειχθούν λαχεία, ενώ οι περισσότεροι καταλήγουν είτε δανεικοί, σε κάποια μικρομεσαία ομάδα του εξωτερικού, είτε με συνιδιοκτησία, σε ομάδες μικρότερων κατηγοριών. Πεταμένα λεφτά. Συν τοις άλλοις, υπάρχει η εξής ιδιομορφία. Παίκτες τεράστιας κλάσης δεν αντιλαμβάνονται, πως δε γίνεται να παίζουν για πάντα, ότι πλησιάζουν στο αγωνιστικό τους τέλος, «τρώγοντας» τη θέση κάποιου νεότερου. Έτσι, έχει γεμίσει η Ιταλία σε μήκος και πλάτος, με παίκτες που έχουν μεν τα προσόντα, ακούγονταν έντονα ως οι επόμενοι μεγάλοι παίκτες, αλλά δεν πήραν ποτέ την ευκαιρία τους, έμειναν στάσιμοι και τώρα βολοδέρνουν, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στους μεγάλους συλλόγους. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που παίζει ρόλο στο «κάψιμο» των ποδοσφαιριστών αυτών, είναι η ελλιπής δουλειά στις ακαδημίες.  Και λέγοντας δουλειά, εννοούμε την προσοχή που δίνεται στην ανάπτυξη του μικρού. Όχι μόνον στην ποδοσφαιρική του κατάρτιση, αλλά κυρίως, στην πνευματική, στην ψυχική. Το ταλέντο δε λείπει, αλλά δε συνοδεύεται από τον κατάλληλο χαρακτήρα. Άλλοι παίκτες χάνονται από μικροί, επειδή πήραν τα μυαλά τους αέρα, ενώ άλλοι επειδή δε μπορούν να αντέξουν το βάρος. Προφανώς, ελλιπής είναι και η κατάρτιση των παικτών σε εφόδια ποδοσφαιρικής φύσεως, όπως η κατάλληλη αντοχή, η αντίληψη των καθηκόντων της θέσεως, η κατάλληλη κατανομή των σωματικών δυνάμεων μέσα στη διάρκεια ενός αγώνα. Εδώ, πρέπει να συγχαρούμε την ομάδα της Ίντερ, η οποία κατά γενική ομολογία διαθέτει τις καλύτερες ακαδημίες στη χώρα, με πολλούς ταλαντούχους παίκτες να έρχονται. Διαχρονικά, όμως, εκεί είναι που τα χάλαγε η Ίντερ. Στη σωστή αξιοποίησή τους. Τέλος, και το σκάουτινγκ είναι ανύπαρκτο, ή τουλάχιστον σε χαμηλά επίπεδα. Και το εσωτερικό, αλλά βασικά το σκάουτινγκ στο εξωτερικό. Κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα ταλέντα του πλανήτη καταλήγουν οπουδήποτε αλλού, εκτός της Ιταλίας. Φωτεινή εξαίρεση ο Πάτο το 2008. Υπάρχει, όμως, και η Ουντινέζε, της οποίας το δίκτυο σκάουτινγκ κινείται στα επίπεδα της Πόρτο. Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει έναν λυπηρό και καθόλου αξιομνημόνευτο κανόνα, λοιπόν.

 Τελευταίο, αλλά όχι αμελητέο είναι ένα γενικότερο αποτέλεσμα της εσωστρέφειας του ιταλικού ποδοσφαίρου, μια γενικότερη συνέπεια που πληρώνει, εξαιτίας αυτού του παρατεταμένου τέλματος στο οποίο έχει περιέλθει. Η βαθμολογία της Ουέφα. Φέτος, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η Ιταλία δε βγάζει τέσσερις, αλλά τρεις ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τεράστιο πλήγμα, κι αν αυτός ο ποδοσφαιρικός γίγαντας, αυτή η ποδοσφαιρική σχολή,  δεν ξυπνήσει άμεσα, από το Τορίνο μέχρι τη Νάπολι, κι από την Αόστα μέχρι τη Μεσίνα, επίκειται προσπέρασμα κι από τους αθόρυβους Γάλλους. Αυτή η βαθμολογία, αποτυπώνει με τα γλαφυρότερα χρώματα την παρακμή των τελευταίων ετών στο ιταλικό ποδόσφαιρο.

 Κάπου εδώ έρχεται να κουμπώσει το δεύτερο σκέλος του προλόγου. Η Γιουβέντους. Η ομάδα με τις 2 συνεχόμενες έβδομες θέσεις, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει τα κατάλληλα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρωτοπορεί και ανοίγει την ψαλίδα, σε όλα τα επίπεδα από τους ανταγωνιστές της. Σωστές μεταγραφικές κινήσεις, νέο ιδιόκτητο γήπεδο, ηρεμία και στήριξη στον προπονητή, είναι μόνο λίγοι από τους λόγους που αυτό το
club, μετά την καταστροφή του 2006, ευημερεί ξανά. Ακολουθώντας το γερμανικό μοντέλο, με κύρια παραδείγματα προς μίμηση τις Μπάγερν Μονάχου και Μπορούσια Ντόρτμουντ. Με μια λέξη: μεθοδικότητα παντού.

 Κατ’ αρχήν, παράλληλα με τον υποβιβασμό και τη γενικότερη αίσθηση, ότι ρίχνοντας τη Γιουβέντους, σώθηκε και καθάρισε το ιταλικό ποδόσφαιρο, η ίδια η ομάδα αυτοτιμωρήθηκε και μπήκε σε μια διαδικασία αυτοκάθαρσης. Όπως όλοι ξέρουμε, η Αγία Τριάδα (Μότζι , Μπετέγκα, Τζιράουντο) αποτέλεσε παρελθόν. Επιπλέον, με την ανάληψη της ηγεσίας της ομάδας από το γιο του Ουμπέρτο Ανιέλι, Αντρέα, ξεκίνησε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν και το
Calciopolis. Η δίκη της Νάπολι, η οποία εκκρεμούσε, έκρινε αθώα τη Γιουβέντους. Ο πρόεδρος απαιτεί, πλέον, αποζημίωση από τους πρωτεργάτες του σκανδάλου-φάρσα και την FIGC, αποζημίωση 444 εκατομμυρίων ευρώ, για διαφυγόντα κέρδη. Η διοίκηση δείχνει να μπορεί να σταθεί στα στάνταρ της Γιουβέντους, είναι στιβαρή και σοβαρή, ενώ διεκδικεί για την ομάδα πρωταγωνιστικό ρόλο στα δρώμενα του ιταλικού ποδοσφαίρου, δείχνοντας ότι οι μέρες της εσωστρέφειας και της εγκατάλειψης έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Κάτι, βεβαίως, που οι διοικήσεις του Κόμπολι-Τζίλι και του Ζαν Κλώντ Μπλαν, δεν έκαναν επ’ ουδενί.

Επιπλέον, από τη στιγμή που ανέλαβε ο Ανιέλι η ομάδα ξεκίνησε να λειτουργεί ξανά σαν εταιρεία και λιγότερο σαν σκορποχώρι. Αρχικά, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο να ισοσκελιστούν οι προϋπολογισμοί της ομάδας, οι οποίοι τα περασμένα έτη άφησαν την ομάδα με τεράστια ανοίγματα. Αυτή η νέα πολιτική αποδίδει καρπούς νωρίτερα από το προβλεπόμενο, καθώς συνοδεύεται από αρκετά προσεκτικές κινήσεις στο μεταγραφικό παζάρι, παρά τις όποιες αστοχίες. Συνεπικουρούμενος από τους Νέντβεντ, Μαρότα και Παρατίτσι, ο Αντρέα Ανιέλι κατάφερε μέσα σε διάστημα 2,5 ετών να προσελκύσει πολλούς νέους σπόνσορες, με τους οποίους σύναψε συμβόλαια για χορηγίες πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Με τις κινήσεις αυτές, όχι μειώνεται το έλλειμμα του συλλόγου, αλλά εξασφαλίζεται η μακροημέρευση του συλλόγου, η οικονομική του σταθερότητα τα επόμενα έτη, κάτι που είναι, ίσως, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο επίτευγμα μέσα στο περιβάλλον της Ευρώπης της παρατεταμένης κρίσης. Όλα τα παραπάνω, αποσκοπούν στη σταδιακή οικονομική ενδυνάμωση του συλλόγου από τη συσσώρευση κεφαλαίων, η οποία, αφενός θα μας δώσει μεγαλύτερη δυνατότητα επενδύσεων στο μέλλον και αφετέρου, θα ανεβάσει την ομάδα κλίμακα στο
status quo του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, προσελκύοντας ξανά την αφρόκρεμα στο ρόστερ της, όπως παλιότερα.

 Επιπροσθέτως, η αλλαγή της διοίκησης ήταν επιτακτική ανάγκη. Ο Έλκαν δεν αγαπούσε την ομάδα. Απλά ήταν ένα ακόμη βαρίδι που κληρονόμησε από τον παππού του. Χαρακτηριστικό, το ότι προτιμούσε να σκορπάει περιουσίες ολόκληρες στο κρίκετ (!!), παρά στη Γιουβέντους. Χρειαζόμασταν κάποιον που να αγαπά την ομάδα και τον βρήκαμε στο πρόσωπο του Ανιέλι. Και το όνομα και τη χάρη. Εκείνος, αναδιάρθρωσε πλήρως τη διοίκηση, προσλαμβάνοντας το Μαρότα, που ήταν πετυχημένος στο ρόλο του στη Σαμπντόρια, η οποία τερμάτισε 4η την προηγούμενη σεζόν, ενώ αξιοποίησε και το θρύλο Πάβελ Νέντβεντ σε πόστο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι διοίκηση ακούν άνθρωποι που αγωνίστηκαν για την ομάδα και γνωρίζουν ποδόσφαιρο (Νέντβεντ, Παρατίτσι) και αξιόλογοι τεχνοκράτες, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακά, ευέλικτο και δυνατό κράμα. Προστατεύονται τα συμφέροντα του συλλόγου, ενώ η δουλειά του προέδρου δεν είναι πια χόμπι, αλλά καθημερινότητα για τον Ανιέλι, κάτι που μας θυμίζει ομάδες του ΝΒΑ, όπου ο πρόεδρος έχει σαν αποκλειστική μπίζνα την ομάδα που διοικεί. Όλο αυτό, δημιουργεί ένα κλίμα σοβαρότητας και επαγγελματισμού, το οποίο περνά και στους ποδοσφαιριστές. Τους κάνει να αποδίδουν στο 100% κι αυτό είναι σημαντικό.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάταση του συλλόγου σε όλα τα επίπεδα, έπαιξε και το όνειρο κάθε Γιουβεντίνου. Το νέο, υπερσύγχρονο και πάνω απ’ όλα ιδιόκτητο Γιουβέντους Αρίνα. Η έκταση του Ντελέ Άλπι είχε αγοραστεί από το 2003, ενώ, αν και η ομάδα υποβιβαζόταν, το έργο είχε μπει ήδη μπροστά. Την περσινή σεζόν, η ομάδα αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι της, με γεμάτο γήπεδο και καυτή ατμόσφαιρα. Η Γιουβέντους απέκτησε ξανά καυτή έδρα, το δικό της κάστρο, όπου με τη συμπαράσταση των οπαδών της, δίνει πάντα το 110%. Κατ’ αρχήν, ως σύγχρονο, το γήπεδό μας έχει πολλαπλές εμπορικές χρήσεις, είναι ανοικτό όλη την εβδομάδα, γεγονός που αυξάνει κατά πολύ τα έσοδα μας. Επιπλέον, το στάδιο Ντελέ Άλπι, μετατράπηκε σε αμιγώς ποδοσφαιρικό γήπεδο, γεμίζει με κόσμο και παίζει σημαντικό ρόλο από την πρώτη στιγμή. Βέβαια, η χωρητικότητά του είναι φλέγον θέμα, αλλά έχει τη δυνατότητα επέκτασης, κάτι που λογικά θα γίνει στο μέλλον. Συν τοις άλλοις, σε γενικότερο πλαίσιο, η Γιουβέντους θα μπορούσαμε να πούμε, ότι διαθέτει τις πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις στον ιταλικό χώρο. Μόλις, το 2006 μπήκε στο προπονητικό κέντρο της στο
Vinovo, ενώ όπως ενημέρωσε σε από κοινού συνέντευξη τύπου, ο πρόεδρος Ανιέλι με το δήμαρχο του Τορίνο, μέχρι το 2015 η ομάδα θα διαθέτει, νέες προπονητικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Continassa, περιμετρικά και περιφερειακά του νέου μας γηπέδου. Όλα τα παραπάνω δίνουν πολλαπλά οφέλη στο σύλλογο, ενώ δείχνουν ότι η Γιουβέντους είναι πλέον, ένα club το οποίο, δεν κοιτά αποκλειστικά και μόνο το παρόν, αλλά σχεδιάζει και ενεργεί πρωτίστως για το μέλλον της. Ομάδα με όραμα, λοιπόν.

Στα αγωνιστικά, τομή στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου, αποτέλεσε η πρόσληψη στη θέση του προπονητή ενός πρώην παίκτη της ομάδας μας. Το όνομα αυτού Αντόνιο Κόντε. Ο Αντόνιο διετέλεσε παίκτης, αλλά και αρχηγός μέχρι το 2004, όταν και σταμάτησε τη μπάλα. Αυτό σημαίνει 2 πράγματα: α) ξέρει όσο κανείς τι σημαίνει Γιουβέντους, ποια νοοτροπία πρέπει να έχει ο παίκτης που αγωνίζεται στη Γιουβέντους και β) τη νοοτροπία του νικητή, αφού ο ίδιος ψήθηκε ποδοσφαιρικά σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο, από κούπες, διακρίσεις, αλλά και χαμένους τελικούς, πράγματα που ωριμάζουν και κάνουν σοφότερο τον ποδοσφαιριστή. Κοντά στον Αντόνιο, υπάρχει ένα ικανό προπονητικό τιμ, όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της 6μηνης απουσίας του από τους πάγκους. Το σημαντικότερο συστατικό μιας πετυχημένης συνταγής όμως, πέρα από τις προπονητικές ικανότητες και τους συνεργάτες, είναι η σχέση του προπονητή με τους παίκτες. Και σε αυτό, ο Αντόνιο παίρνει 10 με τόνο. Όχι μόνο εμπνέει όποιον παίρνει φανέλα βασικού, όχι μόνο τους κάνει να παίζουν πρώτα για τα μπιανκονέρι, μετά για εκείνον και τέλος για πάρτη τους, αλλά τους έχει κάνει οικογένεια. Μεγάλο επίτευγμα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο του ατομισμού και των μισθοφόρων. Έτσι, η ομάδα δείχνει σύμπνοια, απόλυτη προσήλωση, στο κατά πολλούς περίεργο σύστημα της ομάδας (3-5-2), αλλά και ελάχιστα περιστατικά εσωτερικών ταραχών. Συνοψίζοντας, βλέπουμε ένα οικοδόμημα, που αποπνέει υγεία αγωνιστικά. Τα αποτελέσματα είναι συνδυασμός ικανότητας, τύχης και αγωνιστικής μέρας. Οπότε, δεν κρίνουμε το συγκεκριμένο παράγοντα, αλλά την αύρα και την εικόνα που δίνει προς τα έξω το αρκετά μεγάλο αυτό ρόστερ.

Ένας άλλος παράγοντας, που η Γιουβέντους βελτιώνει σταδιακά, αλλά με ταχείς ρυθμούς είναι το σκάουτινγκ, η ποιότητα των παικτών που αποκτώνται, αλλά και η υποδομή της ακαδημίας της. Η βάση όλων είναι η αναδιάρθρωση της ακαδημίας. Έχουμε, αρχικά, προσλήψεις πρώην παικτών μας σε ρόλο προπονητών, όπως ο Φαμπρίτσιο Ραβανέλι. Πέρα από αυτό, έχουμε και τη βελτίωση των υποδομών, με την ακαδημία μας να καταλαμβάνει το σύνολο του συγκροτήματος του
Vinovo, μετά την ολοκλήρωση στην περιοχή της Continassa το 2015. Επίσης, υπάρχει, ήδη, το Juventus College, όπου τα παιδιά της ακαδημίας συνεχίζουν τις σπουδές τους, αφού δεν είναι βέβαιο ότι στο σύνολό τους μπορούν να κάνουν το άλμα στην πρώτη ομάδα. Επιπρόσθετα, αναδιαρθρώθηκε και το τμήμα σκάουτινγκ, θέτοντας στόχο την αποδοτικότερη λειτουργία του. Αξιοποιήθηκε ο πολύ αξιόλογος Φάμπιο Παρατίτσι. Τελεί, χρέη αθλητικού διευθυντή, αλλά και αρχισκάουτερ της ομάδας, λογοδοτώντας στο Μαρότα. Η παρακολούθηση παικτών είναι διαρκής και εκτενής, τόσο στην Ιταλία, την Ευρώπη αλλά και τη Λατινική Αμερική. Χαρακτηριστικότερες κινήσεις της απόλυτα σωστής δουλειάς που γίνεται είναι οι μεταγραφές των Leali, Pogba και Rugani, με πολύ χαμηλό κόστος. Έτσι, εξασφαλίζεται η αγωνιστική συνέπεια και συνέχεια μιας ομάδας, που έχει μάθει να βρίσκεται ψηλά, ενώ η στελέχωση της ανδρικής ομάδας, θα γίνεται με παιδιά που γνωρίζουν τι σημαίνει να φοράς τη φανέλα της Γιουβέντους, εν αντιθέσει με τους μισθοφόρους, που έχουν κατακλείσει τις ιταλικές ομάδες. Και οι νεαροί μας παίκτες, αλλά και εκείνοι που αγοράζονται, θα βλέπουν την Γιουβέντους, ως ταβάνι της ποδοσφαιρικής τους καριέρας και όχι σαν ενδιάμεσο σταθμό για κάποιο άλλο σύλλογο.

Ο πρώτος καρπός όλης αυτής της προσπάθειας ήταν το περσινό Σκουντέτο, η συμμετοχή στον τελικό του κυπέλλου, το Σούπερ Καπ Ιταλίας. Ο δεύτερος καρπός είναι η φετινή ευρωπαϊκή ανάσταση, μιας ομάδας νεκρωμένης, που είχε 3 χρόνια να κάνει νίκη στην Ευρώπη. Και έπεται συνέχεια, αν διατηρηθεί το ανάλογο τέμπο. Διάθεση για δουλειά, πείσμα και πείνα. Η όρεξη στους παίκτες και σε εμάς τους οπαδούς έχει ανοίξει για τα καλά.

Η καλή και σωστή δουλειά της Γιουβέντους, τώρα ξεκινά. Αφενός, υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης ομολογουμένως, ενώ αφετέρου δεν υπάρχει η ποιότητα του 2006 ακόμη σε όλες τις θέσεις, όπως στο αριστερό μπακ και, κυρίως, στον επιθετικό. Μιλάμε, για ένα ατελές πλάνο, το οποίο ξεκίνησε 2,5 χρόνια πίσω και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αυτοκρατορία, που θα αποφέρει πολλές και σπουδαίες επιτυχίες. Βέβαια, ακόμη χρειάζεται υπομονή, καθώς οι οικονομικές δυνατότητες είναι περιορισμένες, λόγω της ανεξέλεγκτης σπατάλης των προηγούμενων ετών.

Κλείνοντας, αναφορικά με τις άλλες ομάδες, έχουν γίνει βήματα προς την καλυτέρευση των συνθηκών που επικρατούν στο Καμπιονάτο. Πολλές ομάδες είναι διατεθειμένες να φτιάξουν νέο γήπεδο, όπως η Ρόμα που ήδη ανακοίνωσε ότι ξεκινάνε οι εργασίες πρόσφατα, αλλά και η Ίντερ. Ομάδες σαν την Πάρμα και την Ίντερ, έχουν στραφεί και στις ακαδημίες τους, χρησιμοποιώντας πολλούς και ταλαντούχους νεαρούς παίκτες. Πιθανολογώ, ότι η ανάληψη μιας μεγάλης διοργάνωσης θα βελτιώσει το επίπεδο του πρωταθλήματος, και θα του δώσει ώθηση, ώστε να ξεβαλτώσει. Μέχρι τότε όμως, αναμένουμε καρτερικά, να τελειώσει και για το Καμπιονάτο, όπως τελείωσε για την Ευρώπη πριν από 6 αιώνες, ο δικός του Μεσαίωνας.

*Το παρόν άρθρο γράφτηκε τέτοιες μέρες, πριν ένα χρόνο περίπου. Το κίνητρο για την αναδημοσίευσή του πηγάζει από την αμετάβλητη κατάσταση, η οποία πλαισιώνει το ιταλικό ποδόσφαιρο. Συνειδητά δεν άλλαξα ούτε λέξη από τα γραφόμενα, φοβούμενος αλλοίωση του νοήματος όλου του κειμένου. Ελπίζω να είναι πεδίο για προβληματισμό και όμορφη κουβέντα, εν γένει πάνω στο Κάλτσιο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου