22/11/13

Μια εικόνα του παρόντος, παράδειγμα για το μέλλον.






Το δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 2000 δεν εξελίχθηκε, όπως θα περίμεναν οι Ιταλοί για το ποδόσφαιρό τους. Ένα ποδόσφαιρο που το 2003 είχε δώσει τον πρώτο εγχώριο εμφύλιο σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, ένα ποδόσφαιρο που βρισκόταν σε πλήρη ακμή από το 2001 κι έπειτα, με δαπανηρές μεταγραφές, τους μεγαλύτερους παίκτες του κόσμου να καταλήγουν στο Καμπιονάτο και γενικότερα ένα αίσθημα υπεροχής, έναντι των παραδοσιακών του αντιπάλων. Όλα αυτά έμελλε όμως να ανατραπούν. Γιατί, όπως φάνηκε στη συνέχεια, όλη αυτή η ευημερία ήταν απόλυτα πλασματική και προσωρινή. Μια φούσκα, που αργά ή γρήγορα θα έσκαγε και θα έφερνε στην επιφάνεια τα πραγματικά προβλήματα του ποδοσφαίρου της γειτονικής χώρας.  Προφανώς, η κρίση δεν ξεκίνησε το 2006. Το ιταλικό ποδόσφαιρο βρισκόταν σε μια ελεγχόμενη κρίση από τους μεγαλοπαράγοντές του από τις αρχές του 2000 τουλάχιστον. Το 2006 απλά έγινε το μεγάλο μπαμ, που νομοτελειακά θα συνέβαινε κάποτε. Και παρόλη, την κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Σκουάντρα Ατζούρα το ίδιο καλοκαίρι σε εθνικό επίπεδο, αλλά και των 2 Τσάμπιονς Λιγκ από τη Μίλαν το 2007 και την Ίντερ το 2010, η κατάσταση, όχι μόνο δεν αναστράφηκε, αλλά κατέληξε σε επιδείνωση των πραγμάτων.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως, κι ειδικότερα από το γεγονός, ή μάλλον τη σειρά από γεγονότα, που πολλοί χαρακτηρίζουν ορόσημο για την κατρακύλα του
Calcio σε όλα τα επίπεδα, που ακολούθησε. Το σκάνδαλο Calciopolis. Η ιστορία είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Υποβιβασμός της Γιουβέντους στη Serie B, αφαίρεση των δύο τελευταίων Scudetti, αφαίρεση 9 βαθμών από το νέο πρωτάθλημα, αφαίρεση 17 βαθμών από τη Μίλαν και αφαίρεση βαθμών από τις Φιορεντίνα, Λάτσιο και Ρετζίνα, οι οποίες, υποτίθεται, ότι κρίθηκαν ένοχες σε δίκες παρωδίες. Το σημείο εστίασης, φυσικά, δεν είναι η καθεαυτό τιμωρία όσων κρίθηκαν ένοχοι, αλλά η επιβολή ποινών, οι οποίες χτυπούσαν τα συμφέροντα των ομάδων, τόσο όσο ήταν αρκετό στην Ίντερ του Μοράτι να ανοίξει την ψαλίδα από τους ανταγωνιστές της. Μια Ίντερ, η οποία είχε τα χρήματα, αλλά όπως λέμε και για τις επιχειρήσεις, υστερούσε σε «τεχνογνωσία» έναντι των βασικών ανταγωνιστών της.

Η Ίντερ κατόρθωσε να ανοίξει τη διαφορά ποιότητας και δυναμικότητας από τους βασικούς της ανταγωνιστές. Κι είναι εύλογο. Εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της τη συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία βέβαια είχε αρνητικά αποτελέσματα για το Καμπιονάτο μεσοπρόθεσμα. Η πρώτη συνέπεια, ήταν φυσικά η μείωση του ανταγωνισμού για τα σκήπτρα του πρωταθλητή. Κανένα πρόβλημα για τον δυνατό της υπόθεσης. Αλλά, η συγκεκριμένη συνιστώσα, οδήγησε σε μια αλυσιδωτή αντίδραση. Συνέπεια της έλλειψης ανταγωνισμού ήταν η μείωση του αριθμού των δυνατών παιχνιδιών, που καθηλώνουν το θεατή. Κι όλο αυτό, είχε αντίκτυπο στο επόμενο τηλεοπτικό συμβόλαιο, το οποίο είχε, σαφώς, λιγότερα χρήματα να προσφέρει στο Καμπιονάτο, απ’ ότι στην Πρέμιερ Λιγκ, ή στην Πριμέρα, για παράδειγμα. Επιπλέον, οι χορηγοί βλέποντας το προϊόν που χρηματοδοτούσαν, να ατροφεί και να αποδυναμώνεται ραγδαία, απέσυραν τις χορηγίες. Έτσι, φτάνουμε σε έλλειψη χρήματος για μεταγραφές. Ή μάλλον αρκετού χρήματος για να παραμένουν οι ομάδες ανταγωνιστικές, απέναντι στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.

Δεύτερη συνέπεια, είναι η μείωση της αξιοπιστίας του πρωταθλήματος, η εικόνα της ασυδοσίας και της διαφθοράς που βασιλεύει. Όχι, ότι είναι κάτι το οποίο δεν αληθεύει. Απλά, διογκώνεται διαρκώς σαν μπαλόνι, από τα ΜΜΕ, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος και χωρίς να συμβαίνει κάτι το διαφορετικό και πιο παράνομο απ’ ότι στα υπόλοιπα μεγάλα πρωταθλήματα. Βέβαια, είναι αξιοπρόσεκτη και η νοχελικότητα των παραγόντων των ομάδων, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται να προστατεύσουν το προϊόν τους. Όχι, να κρύψουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί, αλλά να σφίξουν τα χαλινάρια σε όλα τα επίπεδα. Όλη αυτή η κατάσταση καταλήγει στο εξής λογικό επακόλουθο. Στην απώθηση των παικτών κλάσης σε άλλα πρωταθλήματα και τη μείωση της ψαλίδας, αναφορικά με την ποιότητα, προς τα κάτω.

Το Καμπιονάτο εκπίπτει, λοιπόν, σε οικονομικό επίπεδο λόγω Calciopolis, και σε αγωνιστικό επίπεδο, λόγω των συνεπειών του
Calciopolis. Αντιλαμβανόμαστε, ότι το συγκεκριμένο σκάνδαλο δεν ήταν μέσο αυτοκάθαρσης του οχετού του Ιταλικού ποδοσφαίρου, αλλά το όπλο μιας ομάδας να αποδυναμώσει, με πρόφαση και σύμμαχο τη «δικαιοσύνη», τους βασικούς της ανταγωνιστές προς ίδιον όφελος. Το οποίο γύρισε εναντίον της λίγα χρόνια μετά, γιατί το οικοδόμημά της βασισμένο σε σαθρά θεμέλια, συμπαρασύρθηκε από τη γενικότερη κατάσταση του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Ένα άλλο πρόβλημα που αναδύθηκε, ιδιαίτερα μετά το
Calciopolis, αλλά και νωρίτερα, όπως δηλώνουν τα γεγονότα, είναι η ιδιαιτερότητα στο «τρέξιμο» της ομάδας επιχείρησης. Δηλαδή, κατά μήκος της ιταλικής χερσονήσου, οι ομάδες βασίζονταν στο εξής σύστημα. Όσα βάλει ο πρόεδρος, όποτε γουστάρει ο πρόεδρος. Με τη συγκεκριμένη κατάσταση να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, καθώς αυτό πληρώνει τώρα η Μίλαν, αυτό πλήρωνε μέχρι και φέτος η Φιορεντίνα. Ο συγκεκριμένος τρόπος χρηματοδότησης προκαλεί πολύπλευρα προβλήματα. Κατ’ αρχήν, δημιουργεί κάθε χρόνο χρέη, λόγω των ελλειμματικών προϋπολογισμών, τα οποία καλείται να καλύψει από την τσέπη του ο ιδιοκτήτης. Ο οποίος πολλές φορές δεν έχει, πλέον, τη διάθεση να το κάνει. Παράδειγμα, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, εφέτος. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό, τίθεται εν αμφιβόλω το μέλλον, η βιωσιμότητα, αλλά και η ανταγωνιστικότητα του συλλόγου. Ο πρόεδρος καταλήγει να σημαίνει περισσότερα για τους οπαδούς, απ’ ότι η ομάδα τους. Μοιάζει με μια ιδιότυπη κατάσταση ομηρίας. Και τελικά, δεν μπορεί να περάσει τα οικονομικά τεστ της Ουέφα, σύμφωνα με τις επιταγές των τελευταίων ηθών και εθίμων που εισήγαγε ο κ.Πλατινί. Ομάδες-εταιρείες, οι οποίες μόνο σαν εταιρείες δεν λειτουργούν.

Παράλληλα με το
Calciopolis, συνέπεσε και η ανάληψη καίριων διοικητικών πόστων σε ομοσπονδία και ομάδες από ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν το ειδικό βάρος και τη δυναμικότητα των προκατόχων τους. Ορισμένοι καρατομήθηκαν και τιμωρήθηκαν, λόγω του σκανδάλου (Μότζι-Μπετέγκα-Τζιράουντο), ενώ άλλοι αποχώρησαν από το προσκήνιο, λόγω λήξης θητείας τους. Δε μιλάμε μόνο για τη Γιουβέντους φυσικά, η οποία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της πρωτόγνωρης συστολής λόγω του σκανδάλου, αλλά γενικότερα για το ιταλικό ποδόσφαιρο, μιας και ο πρόεδρος της FIGC αποχώρησε επίσης, και τον διαδέχτηκε ο Αμπέτε. Σαν να μην έφτανε αυτό, στην αποχώρηση σημαντικών ανθρώπων, για συλλόγους και ομοσπονδία, ήρθε να «κουμπώσει» η ανάληψη των «ορφανών», πλέον, θέσεων από ανθρώπους, είτε ακατάλληλους, όπως ο Ζαν Κλώντ Μπλαν, που ένας θεός ξέρει πώς ανέλαβε πόστο στη Γιουβέντους μετά-Calciopolis, φτάνοντας να γίνει και πρόεδρος, είτε υποδεέστερους και εύκολα χειραγωγίσιμους, όπως ο Τζιανκάρλο Αμπέτε. Το λάθος άτομο, στη λάθος θέση, στη λάθος εποχή. Το ίδιο «σκοτεινή» περίοδος υπήρξε και συνεχίζει να είναι και για την ιταλική διαιτησία, η εποχή, της οποίας η αρχή σηματοδοτήθηκε από το σκάνδαλο και βιώνει η Ιταλία τις συνέπειές, ακόμη και σήμερα. Μετά τον Κολίνα το χάος. Άντε, ίσως, ο Ροσέτι να στάθηκε στο ύψος των συναδέλφων του τού εξωτερικού. Γενικώς, όμως, η ποιότητα των διαιτητών έχει πέσει αισθητά, με αποκορύφωμα τις διαιτησίες των τελευταίων ετών, όταν το πρωτάθλημα διεκδικούν δύο ή περισσότερες ομάδες, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Για να μην πλατειάζω, θεωρώ πώς τα παραπάνω έχουν οδηγήσει στο εξής σημαντικό: την έλλειψη οράματος για έξοδο από το διαρκές τέλμα, αλλά και την ενδεικτική για Ιταλικούς συλλόγους, κακή διαχείριση καταστάσεων. Η ομοσπονδία, ειδικότερα, έχει χάσει εντελώς την αίγλη και την επιρροή της τόσο, που καταντά διακοσμητικό όργανο. Οι τεχνικοί διευθυντές είναι το ίδιο χαμηλής ποιότητας, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των μεγάλων συλλόγων της χώρας. Οι διαιτητές από την άλλη, μοιάζουν επιπέδου τοπικών κατηγοριών, δεν αντέχουν το βάρος των παιχνιδιών και επιδίδονται διαρκώς σε άκρως προκλητικές διαιτησίες, με μόνο στόχο την υπέρ-προβολή τους.

Μεγάλη κουβέντα και πολλά μπορούν να ειπωθούν για την επόμενη συνιστώσα που θα αναλυθεί: το γήπεδο στην Ιταλία. Εγκατάλειψη και δεκαετία του ’80. Έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος, απλά και συνοπτικά την εικόνα των ιταλικών ποδοσφαιρικών γηπέδων. Η πηγή του προβλήματος είναι το γεγονός, ότι τα γήπεδα στη γείτονα χώρα παραμένουν δημοτικά, ήτοι περιλαμβάνονται στην κρατική περιουσία. Δηλαδή, οι πρόεδροι των ομάδων, δε μπορούν να κάνουν τις παρεμβάσεις που απαιτούνται για να διατηρηθούν, αφενός, τα γήπεδα σε ένα καλό επίπεδο και αφετέρου, να παραμείνουν
up to date, καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς και με ταχείς ρυθμούς. Το βασικότερο πρόβλημα που προκαλείται, από τη μη ύπαρξη ιδιόκτητων γηπέδων, είναι τα γήπεδα να γίνονται ακατάλληλα, ακόμη και για τους ίδιους τους οπαδούς, στερώντας από την ομάδα ένα σημαντικό έσοδο. Επίσης, το σύστημα υπόγειας θέρμανσης του γηπέδου (απαραίτητο για όλα τα γήπεδα τουλάχιστον του βορρά, αφού στην Ιταλία ο χειμώνας φέρνει και τα «δώρα» του), διατίθεται μόνο στα μεγάλα γήπεδα της χώρας, πχ Σαν Σίρο, Ολίμπικο. Και για να μιλήσουμε με απτά γεγονότα, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κάλιαρι, ο πρόεδρος της οποίας, Τσελίνο, είναι στα μαχαίρια με το δήμαρχο της πόλης και συχνά πυκνά, ως ιδιότροπος το λιγότερο, αποφασίζει ετσιθελικά, είτε να παίξει η ομάδα του στην άλλη άκρη της χώρας (η Γιουβέντους στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις της με τους Σαρδήνιους έχει αγωνιστεί στην Τεργέστη και στην Πάρμα), είτε να ανοίξει τις κερκίδες, ενώ εκείνες δεν ήταν ασφαλείς (έχασε το συγκεκριμένο ματς με αντίπαλο τη Ρόμα 0-3 στα χαρτιά). Για εμπορικές χρήσεις ούτε λόγος. Άλλωστε, και το marketing είναι πολύ πίσω στους ιταλικούς συλλόγους, σε σχέση με τους κύριους και παραδοσιακούς αντιπάλους τους, από το εξωτερικό. Ποιο λοιπόν το αποτέλεσμα όλων αυτών; Μα φυσικά, ο παράγοντας γήπεδο, αντί να τονώνει και να δίνει ώθηση στην ομάδα, της οποίας και είναι έδρα, λειτουργεί σαν τροχοπέδη, ανασταλτικά, ελαχιστοποιώντας τα έσοδα των συλλόγων. Παράλληλα, επιτρέπει στην κουλτούρα του «γηπέδου της Κυριακής», αναχρονιστική όσο δεν πάει, να διατηρείται ζωντανή, ενώ οι σύγχρονες ανάγκες επιτάσσουν τον οπαδό, όχι μόνο οπαδό, αλλά, βασικά, πελάτη σε καθημερινή βάση για την ομάδα και το γήπεδό της. Ιδιαίτερα ακανθώδες το ζήτημα, ακόμη δυσκολότερη η λύση του μελλοντικά.

 Επόμενη ενότητα. Φάκελος Ιταλοί προπονητές. Ξεκινάμε με τη σταθερά. Οι μεγάλοι Ιταλοί προπονητές εργάζονται στο εξωτερικό. Ο Λίπι στην Γκουανγκζού Εβεργκράντε, ο Καπέλο είναι πλέον ομοσπονδιακός τεχνικός της Ρωσίας, ο Αντσελότι διαχειρίζεται το πανάκριβο ρόστερ της Παρί κι ο Σπαλέτι σηκώνει κούπες στην Αγία Πετρούπολη. Αυτός ο παράγοντας, ο οποίος είναι άμεσο επακόλουθο των προηγούμενων ζητούμενων, συντελεί στην πτώση της ποιότητας των προπονητών στη
Serie A. Αλυσιδωτά, αυτό με τη σειρά του δίνει την ευκαιρία σε αμφίβολης ποιότητας προπονητές να ανέλθουν σε πάγκους, τους οποίους πριν λίγα χρόνια δε θα έβλεπαν ούτε με κιάλια (βλέπε Αλέγκρι), ενώ συχνά πυκνά έχουμε περιπτώσεις ομάδων, οι οποίες έχοντας περιέλθει σε αγωνιστικό αδιέξοδο, απευθύνονται σε άπειρους προπονητές (βλέπε Στραματσιόνι). Έτσι, καταλήγουμε στην αδυναμία ορισμένων από αυτούς να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έχουν δημιουργηθεί για το πρόσωπό τους, απολύονται, και η μόνη ζημιωμένη είναι η ομάδα, η οποία βρίσκεται διαρκώς σε μια αγωνιστική αβεβαιότητα, ενώ δεν υπάρχουν και τα απαιτούμενα χρονικά περιθώρια για να αναδειχθεί το έργο του προπονητή και η ποιότητα των ποδοσφαιριστών. Με μπόνους φυσικά, το εκρηκτικό ταπεραμέντο αρκετών προέδρων συλλόγων της πρώτης ταχύτητας της χώρας, όπως ο Τζαμπαρίνι της Παλέρμο, ο Πρετσιόζι της Τζένοα, που αλλάζουν προπονητές πιο συχνά κι από τις κάλτσες τους.

 Αν μη τι άλλο, τεράστιο πρόβλημα για το ιταλικό ποδόσφαιρο αποτελεί και η προέκταση του παραπάνω ζητήματος, το τρίπτυχο «Παίκτες-Ακαδημίες-Σκάουτινγκ». Κατ’ αρχήν, όπως και στη χώρα μας, στην Ιταλία καταφτάνουν καραβιές παικτών αμφίβολης ποιότητας, από τους οποίους μερικοί μπορούν να αποδειχθούν λαχεία, ενώ οι περισσότεροι καταλήγουν είτε δανεικοί, σε κάποια μικρομεσαία ομάδα του εξωτερικού, είτε με συνιδιοκτησία, σε ομάδες μικρότερων κατηγοριών. Πεταμένα λεφτά. Συν τοις άλλοις, υπάρχει η εξής ιδιομορφία. Παίκτες τεράστιας κλάσης δεν αντιλαμβάνονται, πως δε γίνεται να παίζουν για πάντα, ότι πλησιάζουν στο αγωνιστικό τους τέλος, «τρώγοντας» τη θέση κάποιου νεότερου. Έτσι, έχει γεμίσει η Ιταλία σε μήκος και πλάτος, με παίκτες που έχουν μεν τα προσόντα, ακούγονταν έντονα ως οι επόμενοι μεγάλοι παίκτες, αλλά δεν πήραν ποτέ την ευκαιρία τους, έμειναν στάσιμοι και τώρα βολοδέρνουν, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στους μεγάλους συλλόγους. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που παίζει ρόλο στο «κάψιμο» των ποδοσφαιριστών αυτών, είναι η ελλιπής δουλειά στις ακαδημίες.  Και λέγοντας δουλειά, εννοούμε την προσοχή που δίνεται στην ανάπτυξη του μικρού. Όχι μόνον στην ποδοσφαιρική του κατάρτιση, αλλά κυρίως, στην πνευματική, στην ψυχική. Το ταλέντο δε λείπει, αλλά δε συνοδεύεται από τον κατάλληλο χαρακτήρα. Άλλοι παίκτες χάνονται από μικροί, επειδή πήραν τα μυαλά τους αέρα, ενώ άλλοι επειδή δε μπορούν να αντέξουν το βάρος. Προφανώς, ελλιπής είναι και η κατάρτιση των παικτών σε εφόδια ποδοσφαιρικής φύσεως, όπως η κατάλληλη αντοχή, η αντίληψη των καθηκόντων της θέσεως, η κατάλληλη κατανομή των σωματικών δυνάμεων μέσα στη διάρκεια ενός αγώνα. Εδώ, πρέπει να συγχαρούμε την ομάδα της Ίντερ, η οποία κατά γενική ομολογία διαθέτει τις καλύτερες ακαδημίες στη χώρα, με πολλούς ταλαντούχους παίκτες να έρχονται. Διαχρονικά, όμως, εκεί είναι που τα χάλαγε η Ίντερ. Στη σωστή αξιοποίησή τους. Τέλος, και το σκάουτινγκ είναι ανύπαρκτο, ή τουλάχιστον σε χαμηλά επίπεδα. Και το εσωτερικό, αλλά βασικά το σκάουτινγκ στο εξωτερικό. Κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα ταλέντα του πλανήτη καταλήγουν οπουδήποτε αλλού, εκτός της Ιταλίας. Φωτεινή εξαίρεση ο Πάτο το 2008. Υπάρχει, όμως, και η Ουντινέζε, της οποίας το δίκτυο σκάουτινγκ κινείται στα επίπεδα της Πόρτο. Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει έναν λυπηρό και καθόλου αξιομνημόνευτο κανόνα, λοιπόν.

 Τελευταίο, αλλά όχι αμελητέο είναι ένα γενικότερο αποτέλεσμα της εσωστρέφειας του ιταλικού ποδοσφαίρου, μια γενικότερη συνέπεια που πληρώνει, εξαιτίας αυτού του παρατεταμένου τέλματος στο οποίο έχει περιέλθει. Η βαθμολογία της Ουέφα. Φέτος, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η Ιταλία δε βγάζει τέσσερις, αλλά τρεις ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τεράστιο πλήγμα, κι αν αυτός ο ποδοσφαιρικός γίγαντας, αυτή η ποδοσφαιρική σχολή,  δεν ξυπνήσει άμεσα, από το Τορίνο μέχρι τη Νάπολι, κι από την Αόστα μέχρι τη Μεσίνα, επίκειται προσπέρασμα κι από τους αθόρυβους Γάλλους. Αυτή η βαθμολογία, αποτυπώνει με τα γλαφυρότερα χρώματα την παρακμή των τελευταίων ετών στο ιταλικό ποδόσφαιρο.

 Κάπου εδώ έρχεται να κουμπώσει το δεύτερο σκέλος του προλόγου. Η Γιουβέντους. Η ομάδα με τις 2 συνεχόμενες έβδομες θέσεις, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει τα κατάλληλα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρωτοπορεί και ανοίγει την ψαλίδα, σε όλα τα επίπεδα από τους ανταγωνιστές της. Σωστές μεταγραφικές κινήσεις, νέο ιδιόκτητο γήπεδο, ηρεμία και στήριξη στον προπονητή, είναι μόνο λίγοι από τους λόγους που αυτό το
club, μετά την καταστροφή του 2006, ευημερεί ξανά. Ακολουθώντας το γερμανικό μοντέλο, με κύρια παραδείγματα προς μίμηση τις Μπάγερν Μονάχου και Μπορούσια Ντόρτμουντ. Με μια λέξη: μεθοδικότητα παντού.

 Κατ’ αρχήν, παράλληλα με τον υποβιβασμό και τη γενικότερη αίσθηση, ότι ρίχνοντας τη Γιουβέντους, σώθηκε και καθάρισε το ιταλικό ποδόσφαιρο, η ίδια η ομάδα αυτοτιμωρήθηκε και μπήκε σε μια διαδικασία αυτοκάθαρσης. Όπως όλοι ξέρουμε, η Αγία Τριάδα (Μότζι , Μπετέγκα, Τζιράουντο) αποτέλεσε παρελθόν. Επιπλέον, με την ανάληψη της ηγεσίας της ομάδας από το γιο του Ουμπέρτο Ανιέλι, Αντρέα, ξεκίνησε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν και το
Calciopolis. Η δίκη της Νάπολι, η οποία εκκρεμούσε, έκρινε αθώα τη Γιουβέντους. Ο πρόεδρος απαιτεί, πλέον, αποζημίωση από τους πρωτεργάτες του σκανδάλου-φάρσα και την FIGC, αποζημίωση 444 εκατομμυρίων ευρώ, για διαφυγόντα κέρδη. Η διοίκηση δείχνει να μπορεί να σταθεί στα στάνταρ της Γιουβέντους, είναι στιβαρή και σοβαρή, ενώ διεκδικεί για την ομάδα πρωταγωνιστικό ρόλο στα δρώμενα του ιταλικού ποδοσφαίρου, δείχνοντας ότι οι μέρες της εσωστρέφειας και της εγκατάλειψης έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Κάτι, βεβαίως, που οι διοικήσεις του Κόμπολι-Τζίλι και του Ζαν Κλώντ Μπλαν, δεν έκαναν επ’ ουδενί.

Επιπλέον, από τη στιγμή που ανέλαβε ο Ανιέλι η ομάδα ξεκίνησε να λειτουργεί ξανά σαν εταιρεία και λιγότερο σαν σκορποχώρι. Αρχικά, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο να ισοσκελιστούν οι προϋπολογισμοί της ομάδας, οι οποίοι τα περασμένα έτη άφησαν την ομάδα με τεράστια ανοίγματα. Αυτή η νέα πολιτική αποδίδει καρπούς νωρίτερα από το προβλεπόμενο, καθώς συνοδεύεται από αρκετά προσεκτικές κινήσεις στο μεταγραφικό παζάρι, παρά τις όποιες αστοχίες. Συνεπικουρούμενος από τους Νέντβεντ, Μαρότα και Παρατίτσι, ο Αντρέα Ανιέλι κατάφερε μέσα σε διάστημα 2,5 ετών να προσελκύσει πολλούς νέους σπόνσορες, με τους οποίους σύναψε συμβόλαια για χορηγίες πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Με τις κινήσεις αυτές, όχι μειώνεται το έλλειμμα του συλλόγου, αλλά εξασφαλίζεται η μακροημέρευση του συλλόγου, η οικονομική του σταθερότητα τα επόμενα έτη, κάτι που είναι, ίσως, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο επίτευγμα μέσα στο περιβάλλον της Ευρώπης της παρατεταμένης κρίσης. Όλα τα παραπάνω, αποσκοπούν στη σταδιακή οικονομική ενδυνάμωση του συλλόγου από τη συσσώρευση κεφαλαίων, η οποία, αφενός θα μας δώσει μεγαλύτερη δυνατότητα επενδύσεων στο μέλλον και αφετέρου, θα ανεβάσει την ομάδα κλίμακα στο
status quo του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, προσελκύοντας ξανά την αφρόκρεμα στο ρόστερ της, όπως παλιότερα.

 Επιπροσθέτως, η αλλαγή της διοίκησης ήταν επιτακτική ανάγκη. Ο Έλκαν δεν αγαπούσε την ομάδα. Απλά ήταν ένα ακόμη βαρίδι που κληρονόμησε από τον παππού του. Χαρακτηριστικό, το ότι προτιμούσε να σκορπάει περιουσίες ολόκληρες στο κρίκετ (!!), παρά στη Γιουβέντους. Χρειαζόμασταν κάποιον που να αγαπά την ομάδα και τον βρήκαμε στο πρόσωπο του Ανιέλι. Και το όνομα και τη χάρη. Εκείνος, αναδιάρθρωσε πλήρως τη διοίκηση, προσλαμβάνοντας το Μαρότα, που ήταν πετυχημένος στο ρόλο του στη Σαμπντόρια, η οποία τερμάτισε 4η την προηγούμενη σεζόν, ενώ αξιοποίησε και το θρύλο Πάβελ Νέντβεντ σε πόστο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι διοίκηση ακούν άνθρωποι που αγωνίστηκαν για την ομάδα και γνωρίζουν ποδόσφαιρο (Νέντβεντ, Παρατίτσι) και αξιόλογοι τεχνοκράτες, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακά, ευέλικτο και δυνατό κράμα. Προστατεύονται τα συμφέροντα του συλλόγου, ενώ η δουλειά του προέδρου δεν είναι πια χόμπι, αλλά καθημερινότητα για τον Ανιέλι, κάτι που μας θυμίζει ομάδες του ΝΒΑ, όπου ο πρόεδρος έχει σαν αποκλειστική μπίζνα την ομάδα που διοικεί. Όλο αυτό, δημιουργεί ένα κλίμα σοβαρότητας και επαγγελματισμού, το οποίο περνά και στους ποδοσφαιριστές. Τους κάνει να αποδίδουν στο 100% κι αυτό είναι σημαντικό.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάταση του συλλόγου σε όλα τα επίπεδα, έπαιξε και το όνειρο κάθε Γιουβεντίνου. Το νέο, υπερσύγχρονο και πάνω απ’ όλα ιδιόκτητο Γιουβέντους Αρίνα. Η έκταση του Ντελέ Άλπι είχε αγοραστεί από το 2003, ενώ, αν και η ομάδα υποβιβαζόταν, το έργο είχε μπει ήδη μπροστά. Την περσινή σεζόν, η ομάδα αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι της, με γεμάτο γήπεδο και καυτή ατμόσφαιρα. Η Γιουβέντους απέκτησε ξανά καυτή έδρα, το δικό της κάστρο, όπου με τη συμπαράσταση των οπαδών της, δίνει πάντα το 110%. Κατ’ αρχήν, ως σύγχρονο, το γήπεδό μας έχει πολλαπλές εμπορικές χρήσεις, είναι ανοικτό όλη την εβδομάδα, γεγονός που αυξάνει κατά πολύ τα έσοδα μας. Επιπλέον, το στάδιο Ντελέ Άλπι, μετατράπηκε σε αμιγώς ποδοσφαιρικό γήπεδο, γεμίζει με κόσμο και παίζει σημαντικό ρόλο από την πρώτη στιγμή. Βέβαια, η χωρητικότητά του είναι φλέγον θέμα, αλλά έχει τη δυνατότητα επέκτασης, κάτι που λογικά θα γίνει στο μέλλον. Συν τοις άλλοις, σε γενικότερο πλαίσιο, η Γιουβέντους θα μπορούσαμε να πούμε, ότι διαθέτει τις πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις στον ιταλικό χώρο. Μόλις, το 2006 μπήκε στο προπονητικό κέντρο της στο
Vinovo, ενώ όπως ενημέρωσε σε από κοινού συνέντευξη τύπου, ο πρόεδρος Ανιέλι με το δήμαρχο του Τορίνο, μέχρι το 2015 η ομάδα θα διαθέτει, νέες προπονητικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Continassa, περιμετρικά και περιφερειακά του νέου μας γηπέδου. Όλα τα παραπάνω δίνουν πολλαπλά οφέλη στο σύλλογο, ενώ δείχνουν ότι η Γιουβέντους είναι πλέον, ένα club το οποίο, δεν κοιτά αποκλειστικά και μόνο το παρόν, αλλά σχεδιάζει και ενεργεί πρωτίστως για το μέλλον της. Ομάδα με όραμα, λοιπόν.

Στα αγωνιστικά, τομή στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου, αποτέλεσε η πρόσληψη στη θέση του προπονητή ενός πρώην παίκτη της ομάδας μας. Το όνομα αυτού Αντόνιο Κόντε. Ο Αντόνιο διετέλεσε παίκτης, αλλά και αρχηγός μέχρι το 2004, όταν και σταμάτησε τη μπάλα. Αυτό σημαίνει 2 πράγματα: α) ξέρει όσο κανείς τι σημαίνει Γιουβέντους, ποια νοοτροπία πρέπει να έχει ο παίκτης που αγωνίζεται στη Γιουβέντους και β) τη νοοτροπία του νικητή, αφού ο ίδιος ψήθηκε ποδοσφαιρικά σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο, από κούπες, διακρίσεις, αλλά και χαμένους τελικούς, πράγματα που ωριμάζουν και κάνουν σοφότερο τον ποδοσφαιριστή. Κοντά στον Αντόνιο, υπάρχει ένα ικανό προπονητικό τιμ, όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της 6μηνης απουσίας του από τους πάγκους. Το σημαντικότερο συστατικό μιας πετυχημένης συνταγής όμως, πέρα από τις προπονητικές ικανότητες και τους συνεργάτες, είναι η σχέση του προπονητή με τους παίκτες. Και σε αυτό, ο Αντόνιο παίρνει 10 με τόνο. Όχι μόνο εμπνέει όποιον παίρνει φανέλα βασικού, όχι μόνο τους κάνει να παίζουν πρώτα για τα μπιανκονέρι, μετά για εκείνον και τέλος για πάρτη τους, αλλά τους έχει κάνει οικογένεια. Μεγάλο επίτευγμα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο του ατομισμού και των μισθοφόρων. Έτσι, η ομάδα δείχνει σύμπνοια, απόλυτη προσήλωση, στο κατά πολλούς περίεργο σύστημα της ομάδας (3-5-2), αλλά και ελάχιστα περιστατικά εσωτερικών ταραχών. Συνοψίζοντας, βλέπουμε ένα οικοδόμημα, που αποπνέει υγεία αγωνιστικά. Τα αποτελέσματα είναι συνδυασμός ικανότητας, τύχης και αγωνιστικής μέρας. Οπότε, δεν κρίνουμε το συγκεκριμένο παράγοντα, αλλά την αύρα και την εικόνα που δίνει προς τα έξω το αρκετά μεγάλο αυτό ρόστερ.

Ένας άλλος παράγοντας, που η Γιουβέντους βελτιώνει σταδιακά, αλλά με ταχείς ρυθμούς είναι το σκάουτινγκ, η ποιότητα των παικτών που αποκτώνται, αλλά και η υποδομή της ακαδημίας της. Η βάση όλων είναι η αναδιάρθρωση της ακαδημίας. Έχουμε, αρχικά, προσλήψεις πρώην παικτών μας σε ρόλο προπονητών, όπως ο Φαμπρίτσιο Ραβανέλι. Πέρα από αυτό, έχουμε και τη βελτίωση των υποδομών, με την ακαδημία μας να καταλαμβάνει το σύνολο του συγκροτήματος του
Vinovo, μετά την ολοκλήρωση στην περιοχή της Continassa το 2015. Επίσης, υπάρχει, ήδη, το Juventus College, όπου τα παιδιά της ακαδημίας συνεχίζουν τις σπουδές τους, αφού δεν είναι βέβαιο ότι στο σύνολό τους μπορούν να κάνουν το άλμα στην πρώτη ομάδα. Επιπρόσθετα, αναδιαρθρώθηκε και το τμήμα σκάουτινγκ, θέτοντας στόχο την αποδοτικότερη λειτουργία του. Αξιοποιήθηκε ο πολύ αξιόλογος Φάμπιο Παρατίτσι. Τελεί, χρέη αθλητικού διευθυντή, αλλά και αρχισκάουτερ της ομάδας, λογοδοτώντας στο Μαρότα. Η παρακολούθηση παικτών είναι διαρκής και εκτενής, τόσο στην Ιταλία, την Ευρώπη αλλά και τη Λατινική Αμερική. Χαρακτηριστικότερες κινήσεις της απόλυτα σωστής δουλειάς που γίνεται είναι οι μεταγραφές των Leali, Pogba και Rugani, με πολύ χαμηλό κόστος. Έτσι, εξασφαλίζεται η αγωνιστική συνέπεια και συνέχεια μιας ομάδας, που έχει μάθει να βρίσκεται ψηλά, ενώ η στελέχωση της ανδρικής ομάδας, θα γίνεται με παιδιά που γνωρίζουν τι σημαίνει να φοράς τη φανέλα της Γιουβέντους, εν αντιθέσει με τους μισθοφόρους, που έχουν κατακλείσει τις ιταλικές ομάδες. Και οι νεαροί μας παίκτες, αλλά και εκείνοι που αγοράζονται, θα βλέπουν την Γιουβέντους, ως ταβάνι της ποδοσφαιρικής τους καριέρας και όχι σαν ενδιάμεσο σταθμό για κάποιο άλλο σύλλογο.

Ο πρώτος καρπός όλης αυτής της προσπάθειας ήταν το περσινό Σκουντέτο, η συμμετοχή στον τελικό του κυπέλλου, το Σούπερ Καπ Ιταλίας. Ο δεύτερος καρπός είναι η φετινή ευρωπαϊκή ανάσταση, μιας ομάδας νεκρωμένης, που είχε 3 χρόνια να κάνει νίκη στην Ευρώπη. Και έπεται συνέχεια, αν διατηρηθεί το ανάλογο τέμπο. Διάθεση για δουλειά, πείσμα και πείνα. Η όρεξη στους παίκτες και σε εμάς τους οπαδούς έχει ανοίξει για τα καλά.

Η καλή και σωστή δουλειά της Γιουβέντους, τώρα ξεκινά. Αφενός, υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης ομολογουμένως, ενώ αφετέρου δεν υπάρχει η ποιότητα του 2006 ακόμη σε όλες τις θέσεις, όπως στο αριστερό μπακ και, κυρίως, στον επιθετικό. Μιλάμε, για ένα ατελές πλάνο, το οποίο ξεκίνησε 2,5 χρόνια πίσω και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αυτοκρατορία, που θα αποφέρει πολλές και σπουδαίες επιτυχίες. Βέβαια, ακόμη χρειάζεται υπομονή, καθώς οι οικονομικές δυνατότητες είναι περιορισμένες, λόγω της ανεξέλεγκτης σπατάλης των προηγούμενων ετών.

Κλείνοντας, αναφορικά με τις άλλες ομάδες, έχουν γίνει βήματα προς την καλυτέρευση των συνθηκών που επικρατούν στο Καμπιονάτο. Πολλές ομάδες είναι διατεθειμένες να φτιάξουν νέο γήπεδο, όπως η Ρόμα που ήδη ανακοίνωσε ότι ξεκινάνε οι εργασίες πρόσφατα, αλλά και η Ίντερ. Ομάδες σαν την Πάρμα και την Ίντερ, έχουν στραφεί και στις ακαδημίες τους, χρησιμοποιώντας πολλούς και ταλαντούχους νεαρούς παίκτες. Πιθανολογώ, ότι η ανάληψη μιας μεγάλης διοργάνωσης θα βελτιώσει το επίπεδο του πρωταθλήματος, και θα του δώσει ώθηση, ώστε να ξεβαλτώσει. Μέχρι τότε όμως, αναμένουμε καρτερικά, να τελειώσει και για το Καμπιονάτο, όπως τελείωσε για την Ευρώπη πριν από 6 αιώνες, ο δικός του Μεσαίωνας.

*Το παρόν άρθρο γράφτηκε τέτοιες μέρες, πριν ένα χρόνο περίπου. Το κίνητρο για την αναδημοσίευσή του πηγάζει από την αμετάβλητη κατάσταση, η οποία πλαισιώνει το ιταλικό ποδόσφαιρο. Συνειδητά δεν άλλαξα ούτε λέξη από τα γραφόμενα, φοβούμενος αλλοίωση του νοήματος όλου του κειμένου. Ελπίζω να είναι πεδίο για προβληματισμό και όμορφη κουβέντα, εν γένει πάνω στο Κάλτσιο. 

15/11/13

Αλεσάντρο – Θρύλος – Ντελ Πιέρο, κύριοι.




Παραμύθι με άδοξο τέλος. Όνειρο με εφιαλτική κατάληξη. Η ομορφότερη ιστορία, με τη μεγαλύτερη ανορθογραφία. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη σχέση της Γιουβέντους με το μεγάλο της αρχηγό Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο. Αφορμή μου, μια διττή επέτειος, με διαφορά μιας ημέρας. Από τη μία τα γενέθλια του
Capitano Eterno στις 9/11, μέρα, που πάτησε τα 39. Από την άλλη, η πιο φρικαλέα επέτειος για έναν ποδοσφαιριστή. 8/11/1998, πριν 15 χρόνια ακριβώς, τραυματίστηκε τόσο σοβαρά, με αποτέλεσμα να χάσει το υπόλοιπο εκείνης της χρονιάς.

Κάποια πράγματα στη ζωή θεωρούνται δεδομένα. Κι όταν τα χάνεις ή πλησιάζουν στο τέλος τους, τείνεις να αποκτάς αντίληψη της αξίας τους. Θεωρείται αξιωματικά ορθό, στις μέρες μας. «Δεδομένο» θεωρούσα το Ντελ Πιέρο. Ότι θα έμενε αιώνια στη Γιούβε. Ότι δε θα έφευγε ποτέ. Έτσι, δεν κατήχε την πρωτοκαθεδρία στην εκτίμησή μου, μέχρι το 2006 και τον υποβιβασμό. Η αντρίκια στάση των λίγων, τους θεοποίησε στα μάτια μου. Παρ’ όλα αυτά, πάντα με εντυπωσίαζε ο Νέντβεντ, για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Και αδικούσα τον Καπιτάνο. Τις τελευταίες του χρονιές όμως, διαισθανόμουν ότι κάτι θα έληγε άδοξα. Από ένστικτο, ξεκίνησα να βλέπω ξανά τα κατορθώματά του, βίντεο από παλιότερους αγώνες, αφιερώματα. Πολλά. Ειλικρινά, έπιασα τον εαυτό μου να συλλαμβάνει το μεγαλείο του ποδοσφαιριστή αυτού, την υφή του, τη σημασία του για την ομάδα και τους φιλάθλους. Η ασπρόμαυρη πλευρά του Τορίνο ζει και αναπνέει για 2 πράγματα: Για τη Γιουβέντους και το Ντελ Πιέρο. Με τυχαία σειρά. Γιατί η Γιουβέντους είναι ο Ντελ Πιέρο κι ο Ντελ Πιέρο η Γιουβέντους. Την προσωποποιεί, της δίνει υπόσταση.

Πλέον, η λατρεία μου για τον ποδοσφαιριστή Ντελ Πιέρο είναι τεράστια. Αγγίζει την παράνοια. Κι είναι δύσκολο να κρυφτεί. Δε διανοούμαι πώς υπάρχει οπαδός της Γιουβέντους, που να μην τον λατρεύει ή έστω να τον εκτιμά. Για μένα, είναι ένας από τους λόγους, που δέθηκα με την ομάδα αυτή, πολύ περισσότερο από κάποια ελληνική ομάδα. Γιατί ήταν πάντα εκεί. Ήξερα ότι βλέπω «την ομάδα του Ντελ Πιέρο». Είναι ο λόγος, που έκλαψα στο παιχνίδι με την Αταλάντα, σαν να αποχωριζόμουν κάποιο αγαπημένο συγγενικό μου πρόσωπο. Ο Καπιτάνο σημαίνει τόσα πολλά για τη Γιουβέντους και τον κόσμο της, ώστε κάθε έκφραση, γραπτή ή προφορική, ωχριά εμπρός στην ένταση του συναισθήματος.

Εκτίμησή μου είναι πώς οποιαδήποτε ιστορία, ανάλυση, αφιέρωμα θα ήταν περιττή. Άλλωστε, μετά την αποχώρησή του, το ίντερνετ αδυνατεί να «χωνέψει» το πλήθος των «κειμένων λατρείας» στο πρόσωπό του. Κρίνω σκόπιμο λοιπόν, να αφήσω τον ίδιο να «μιλήσει» για την ιδιαίτερη αυτή σχέση, μέσα από κάποιες χαρακτηριστικές επιστολές του:

12 Σεπτεμβρίου 2010 στο επίσημο σάιτ της ομάδας:

«17) Για να φορώ την ασπρόμαυρη φανέλα για πρώτη φορά και όχι επειδή την είχα αγοράσει από ένα κιόσκι.
16) Για να φορώ την ασπρόμαυρη φανέλα για δεύτερη φορά, για Τρίτη, για τέταρτη, για 637η φορά και…
15) Για να ακούω τους οπαδούς να τραγουδούν: «Εγώ για σένα δεν κουράζομαι, θα είμαι πάντα στο πλευρό σου, είσαι το πιο ωραίο πράγμα, που υπάρχει. Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, ολέ».
14) Για την οργή, για τα δάκρυα. Ύστερα από μια ήττα, έπειτα από έναν τραυματισμό. Μετά τον τραυματισμό της 8ης Νοεμβρίου 1998. Με άλλαξε, με βελτίωσε.
13) Για να είμαι συμπρωταγωνιστής σε μια τέτοια τηλεφωνική συνομιλία: «Καλημέρα, Αλεσάντρο. Πώς είσαι, έχεις ξυπνήσει ήδη;». «Όχι, πραγματικά κοιμόμουν ακόμα». «Καλά, τότε είναι η στιγμή να σηκωθείς». Ήταν έξι η ώρα το πρωί. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο
Avvocato (Τζοβάνι Ανιέλι)
12) Για να παρακολουθώ με το βλέμμα τη μπαλιά του Αλεσάντρο Ορλάντο, μετά να σταματώ και να χρησιμοποιώ το δεξί εξωτερικό με το ένστικτό μου, για να νικήσω το γκολκίπερ: 4 Δεκεμβρίου 1994, το 0-2 γίνεται 3-2, με το δικό μου γκολ να υπογράφει την ανατροπή.
11) Για να σημειώσω γκολ που ισοδυναμεί με Διηπειρωτικό Κύπελλο: 26 Νοεμβρίου 1996, Τόκιο, 1-0 στο 82ο λεπτό κόντρα στη Ρίβερ Πλέιτ.
10) Για τη φανέλα. Την έχω ιδρώσει. Δεν την έχω εγκαταλείψει ποτέ. Το δικό μου όνομα γραμμένο κάτω, μόνο το δικό μου…
9) Για την 5η Μαΐου 2002.
8) Για να παίζω με τους Αντόνιο, Τζανλούκα, Ρομπέρτο, Φαμπρίτσιο, Μικελάντζελο, Τσίρο, Αντρέα, Ντίνο, Σέρτζιο, Γιούργκεν, Πάουλο, Ντιντιέ, Ζινεντίν, Φίλιππο, Βλαντιμίρ, Ατίλιο, Κρίστιαν, Ραφαέλε, Έντγκαρ, Μάουρο, Ιγκόρ, Λίλιαν, Τζίτζι, Πάβελ, Φάμπιο, Πάολο, Ζλάταν, Πάτρικ, Ντιέγκο, Χασάν, Ζντένεκ, Βιτσέντζο, Σεμπάστιαν, Αλμπέρτο και όλους τους άλλους…
7) Για τα 29 πρωταθλήματα.
6) Για όλα τα κύπελλα.
5) Για να σκοράρω το γκολ υπ’ αριθμόν 200 με τη Γιούβε. Να το σκοράρω κόντρα στη Φροζινόνε. Και να είμαι περήφανος που το πέτυχα κόντρα στη Φροζινόνε, στη Σέριε Β.
4) Για το Γκαετάνο Σιρέα, για αυτό που αντιπροσωπεύει, για τη Γιουβέντους και για όποιον αγαπάει το ποδόσφαιρο.
3) Για το Τζαμπιέρο Μπονιπέρτι, για αυτό που εκφράζει, για τη Γιουβέντους και για μένα.
2) Για να μην ξεχάσω ποτέ από πού ξεκίνησα. Και χάρη σε ποιον έφτασα μέχρι εδώ.
1) Για τη Γιουβέντους του χθες, του σήμερα. Και κυρίως για αυτή του αύριο…

Αλεσάντρο»


14 Μαΐου 2012 στην προσωπική του σελίδα:

«Περισσότερα από 8 πρωταθλήματα.
Περισσότερα από μία άνοδο από τη Serie B.
Περισσότερα από ένα Κόπα Ιτάλια (και ελπίζουμε δύο)
Περισσότερα από 4 ιταλικά Σούπερ Καπ
Περισσότερα από ένα Τσάμπιονς Λιγκ
Περισσότερα από ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ
Περισσότερα από ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο
Περισσότερα από ένα γκολ επί της Φιορεντίνα
Περισσότερα από ένα γκολ αλά Ντελ Πιέρο
Περισσότερα από το γκολ στο Τόκιο
Περισσότερα από τα δάκρυά μου
Περισσότερα από το γκολ στο Μπάρι
Περισσότερα από ένα βολέ σε ντέρμπι
Περισσότερα από ένα γκολ για τον Avvocato
Περισσότερα από το πανέμορφο γκολ με την Ίντερ
Περισσότερα από την ασίστ στον Νταβίντ
Περισσότερα από το γκολ νούμερο 187
Περισσότερο από το γκολ στη Γερμανία
Περισσότερα από το Βερολίνο
Περισσότερα από το γκολ στη Φροζινόνε
Περισσότερα από τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στη Serie B
Περισσότερα από τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στη Serie A
Περισσότερα από το standing ovation στο Μπερναμπέου
Περισσότερα από τα 704 παιχνίδια με την ίδια φανέλα
Περισσότερα από τα 289 γκολ
Περισσότερα από μία εκτέλεση φάουλ που σημαίνει Σκουντέτο
Περισσότερα από το γκολ στην Αταλάντα
Περισσότερα από κάθε ρεκόρ
Περισσότερα από τη φανέλα με το νούμερο 10 με το όνομα Ντελ Πιέρο
Περισσότερα από το περιβραχιόνιο του αρχηγού
Περισσότερα από όλα αυτά...
Είναι αυτά που μου έχετε χαρίσει αυτά τα 19 χρόνια.

Χαίρομαι που χαμογελάσατε, ζητωκραυγάσατε , φωνάξατε, τραγουδήσατε μαζί μου αλλά και για εμένα. Για μένα, καμία άλλη απόχρωση δεν είναι πιο ισχυρή από μαύρο-άσπρο. Έχετε εκπληρώσει το όνειρό μου. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σήμερα η μόνη λέξη που καταφέρνω να πω είναι: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ»




                         



Και τέλος, 5 Μαΐου 2013, ξανά στην προσωπική του σελίδα:

«Από τότε που έφυγα από τη Γιουβέντους ποτέ δε φαντάστηκα πώς θα είναι να βλέπω την ομάδα να κερδίζει χωρίς εμένα. Δε μπορούσα απλά να το φανταστώ μέχρι πριν από λίγες μέρες όταν η βαθμολογία έδειχνε ότι η Γιουβέντους είχε σχεδόν εξασφαλίσει το δεύτερο συνεχόμενο τίτλο μετά την πολύ Μεγάλη Επιστροφή.

Προσπαθούσα να το φανταστώ, αλλά οι εικόνες στο μυαλό μου ήταν θολές. Το τελευταίο σφύριγμα, οι φίλοι μου που θα χαιρόντουσαν, το κύπελλο έτοιμο να το σηκώσουμε, οι ιαχές των οπαδών μας. Και σε αυτό το σημείο, υπό τις ιαχές των φιλάθλων μας τα πάντα γίνονται ξεκάθαρα και μπορούν να προσδιοριστούν.

Οι πρωταγωνιστές είναι οπαδοί. Εσείς παιδιά είστε οι πρωταγωνιστές. Για όλους όσους έχουν παίξει ποδόσφαιρο, ή τουλάχιστον για εμένα, είναι υπέροχο να βλέπεις τους φιλάθλους να πανηγυρίζουν, να τους ακούς να ζητωκραυγάζουν και να υπάρχει όλη αυτή η έκρηξη χαράς. Γι’ αυτό όταν η «ταινία» στο μυαλό μου γίνεται πραγματικότητα, όταν η Γιουβέντους κερδίζει ξανά το πρωτάθλημα (τι ωραίο που είναι να λες κερδίζει ξανά), η πρώτη μου σκέψη είναι σε αυτούς που πανηγυρίζουν τη νίκη. Και αυτή τη στιγμή είμαι ένας από αυτούς. Θέλω να χειροκροτήσω τους συμπαίκτες μου, τη φανταστική μας ομάδα, που θα μείνει για πάντα στην καρδιά μου. Ένα μεγάλη χειροκρότημα στον Τζίτζι, που αξίζει να σηκώσει το τρόπαιο σαν αρχηγός.

Χειροκροτώ όλους εκείνους που μου αφιέρωσαν το θρίαμβο την προηγούμενη σεζόν και χαίρομαι που μπορώ να ανταλλάξω αυτή τη χειρονομία, για να ξαναπώ ότι είστε οι καλύτεροι, που είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Ένα μεγάλο χειροκρότημα σε όλους όσους δουλεύουν για το σύλλογο και βρίσκονται πίσω από τα φώτα.

Όσοι ξέρουν πραγματικά τη Γιουβέντους, ξέρουν ότι είναι αδύνατο να σταματάς σε μια νίκη. Πρέπει να κερδίσεις πάλι. Και ξανά και ξανά.

Μία αγάπη.

Αλεσάντρο»


Για όλα αυτά και για ακόμη περισσότερα, αγαπήσαμε, αγαπάμε και θα αγαπάμε το Ντελ Πιέρο. Αιώνια.
Grazie Capitano. Ευχαριστώ για το χρόνο σας.

Αγωνιστικούς χαιρετισμούς.


8/11/13

Το κύκνειο άσμα μιας πριμαντόνας.






Οφείλω στον εαυτό μου να ξεκινήσω το παρακάτω κείμενο με μια μικρή παρέκβαση. Και τρεις παραδοχές. Δύο εξ’ αυτών έχουν να κάνουν με την απόκτηση του Πίρλο, το καλοκαίρι του 2011. Πρώτη είναι το μούδιασμα, που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Δε μπορούσα να χωνέψω ότι επρόκειτο να δω τον Πίρλο με φανέλα διαφορετική από ‘κεινη της Μίλαν. Δεύτερη είναι η αμφισβήτηση, που έτρεφα για τον ποδοσφαιριστή Πίρλο, μέχρι τα επίσημα. Αμφισβήτηση που σχετιζόταν με το κίνητρο και την όρεξή του να παίξει ξανά, όπως τον θαύμασε όλη η Ευρώπη. Η τελευταία του χρονιά στους Ροσονέρι ήταν από εκείνες, που κι ο ίδιος θα ‘θελε να ξεχάσει. Τρίτη και τελευταία παραδοχή αποτελεί το κείμενο. Απεχθάνομαι να μιλώ και να αποθεώνω παίκτες, εκτός συνόλου, με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, που σιχαίνομαι τις επιταγές της επικαιρότητας. Όταν όμως, πρόκειται για Ντελ Πιέρο, Μπουφόν κι εσχάτως, Πίρλο, δε μπορείς να κάνεις διαφορετικά. 

Κι ο Μαέστρος εμπίπτει στη συγκεκριμένη κατηγορία, όχι λόγω μακροχρόνιας προσφοράς στο σύλλογο, ή της αγάπης του για τα μπιανκονέρι. Ο Πίρλο ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της αλλαγής στο σύγχρονο ρου μιας ομάδας παρακμασμένης. Δύο τέτοιοι παίκτες έχουν απομείνει στο Καμπιονάτο. Ο ένας είναι ο Αντρέα. Ο άλλος είναι ο, τρομερά αντιπαθής για μένα, Τόττι. Όσο βαθιά είναι η αντιπάθειά μου, άλλο τόσο βαθιά ριζωμένοι είναι ο σεβασμός και ο θαυμασμός για την ποιότητα και την ικανότητά του στο τερέν.

Θέμα, προφανώς, είναι ο Πίρλο.  Όχι τα έργα και οι ημέρες του στο Τορίνο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανούσιο, καθώς έχουν γραφτεί άπειρα παρεμφερή κείμενα. Κεντρικός άξονας είναι  ένα ζήτημα, που προέκυψε το τελευταίο χρονικό διάστημα, το οποίο είναι αμφιλεγόμενο και για το οποίο οι απόψεις διίστανται. Μιλώ για την ανανέωση του συμβολαίου του ποδοσφαιριστή με τη Γιουβέντους. Ζητούμενο ο σύλλογος, στον οποίο μια από τις τελευταίες πριμαντόνες του ιταλικού ποδοσφαίρου, θα αποφασίσει να κρεμάσει τα παπούτσια του κι όχι ο τρόπος. Άλλωστε, οι Ιταλοί ποδοσφαιριστές αυτού του επιπέδου όσο μεγαλώνουν, τόσο καλύτεροι, μεστοί και «σοφοί» τοις πράγμασι γίνονται. Εάν ο Πίρλο προτιμήσει να «τερματίσει» κάπου αλλού εκτός της Ιταλίας, τότε το πλήγμα θα ‘ναι τεράστιο. Όχι μόνο για τη Γιουβέντους, που «αυτοκτονεί» για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια, αλλά για το ιταλικό ποδόσφαιρο εν γένει. Πριν ξεδιπλώσω τις σκέψεις μου, θα ‘θελα να καταστήσω σαφές ότι τα γραφόμενα απηχούν την οπτική μου και την προσωπική μου άποψη επί του θέματος. .

Η αγωνιστική αξία και η ηγετική του ικανότητα είναι αδιαμφισβήτητες. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, δεδομένων των επιτευγμάτων του από τη μέρα που πάτησε στο Τορίνο; Ως άλλος Μίδας ότι ακούμπησε, μετατράπηκε σε χρυσό. Ήρε κάθε αμφιβολία, κέρδισε και τον πιο δύσπιστο οπαδό. Το ερώτημα, που εύλογα γεννάται είναι το εξής: «Μα καλά, έχεις τέτοιο ποδοσφαιριστή και αμφιταλαντεύεσαι μεταξύ ανανέωσης και αποπομπής;» Μεταξύ μας, είναι απόλυτα ορθό. Το συναίσθημα λέει «τον κρατάω», ενώ η ψυχρή εταιρική λογική λέει «τον ανανεώνω υπό προϋποθέσεις».

Ο χρόνος μοιάζει αμείλικτος με όλους. Ακόμη και με τους σπουδαίους. Ο Πίρλο, γεννημένος το ’79, βαδίζει αισίως στα 34 χρόνια του. Τι σημαίνει αυτό; Δύο πολύ απλά πράγματα. Πρώτον, δεν έχει τις φυσικές αντοχές, που διέθετε όταν ήρθε στη Γιουβέντους. Ποτέ δεν ήταν τέρας φυσικής κατάστασης, αλλά, τον τελευταίο καιρό δείχνει πώς του λείπουν τα φρέσκα πόδια. Και μαζί του επιβραδύνεται όλη η ανάπτυξη της ομάδας, περισσότερο από το αποδεκτό. Η ποιότητα παραμένει, αλλά σταδιακά «σβήνει» η ταχύτητα.  Και το ποδόσφαιρο στηρίζεται εν πολλοίς στην ταχυδύναμη. Η παρουσία του Βιδάλ, καμουφλάρει τα πράγματα εν μέρει, αλλά η υστέρηση είναι, πλέον, πασιφανής. Δεύτερον, ο μισθός του είναι, ιδιαίτερα, παχυλός, συναρτούμενος με την ηλικία του. Εισπράττει 3,5 εκατομμύρια καθαρά, χωρίς τα μπόνους. Προσθέτοντας το φόρο (45%), που καλείται η Γιουβέντους να καταβάλλει στο ιταλικό κράτος, το «κόστος» για τον Πίρλο εκτοξεύεται στα 6,25 εκατομμύρια ευρώ. Ας μη στρουθοκαμηλίζουμε. Η κατάσταση στην Ιταλία είναι δύσκολη οικονομικά. Λογικό λοιπόν, μια εταιρία, που μετρά διαδοχικές ζημιογόνες χρονιές, να θέλει περικόψει το κόστος. Και με βρίσκει σύμφωνο.

Ο μπαλαντέρ. Αξίωση του μέσου από το Flero είναι πρωταγωνιστικός ρόλος στην ομάδα και πολυετές συμβόλαιο. Καθ’ όλα σεβαστή. Αισθάνεται ότι προσέφερε πολλά και ζητά ανανέωνση της εμπιστοσύνης και της πίστης στο πρόσωπό του. Είναι γνωστό και στον ίδιο πώς η Γιουβέντους αγωνιστικά είναι απόλυτα εξαρτημένη από τον ίδιο. Οι μπιανκονέρι δε φάνηκαν καθόλου προνοητικοί. Η αναζήτηση διαδόχου δεν έχει αποδώσει καρπούς, ή μάλλον δεν έχει ξεκινήσει καν. Η αδράνεια των διοικούντων οδηγεί τη «Μεγάλη Κυρία» σ’ ένα σταυροδρόμι, που θα κρίνει την πορεία της μελλοντικά. Αφήνοντας ελεύθερο το σπουδαίο Ιταλό regista, η Γιουβέντους χάνει όχι μόνο τον ηγέτη της, αλλά και το θιασώτη της αγωνιστικής φιλοσοφίας, με ό,τι εκείνη συνεπάγεται. Με άλλα λόγια, «ψάχνεται», αναστοχάζεται επάνω στα πεπραγμένα της την τελευταία τριετία. Αντίθετα, διατηρώντας τον Πίρλο στο ρόστερ, έχει τη δυνατότητα να ψάξει με μεγαλύτερη ηρεμία τον αντικαταστάτη του, να τον δουλέψει ο προπονητής σύμφωνα με τα «θέλω» του, να μαθητεύσει δίπλα σ’ εκείνον, τον οποίο πρόκειται να αντικαταστήσει μεσοπρόθεσμα. Η δεύτερη οδός δε μοιάζει να είναι σπαρμένη με εμπόδια, θεωρητικά. Η διασφάλιση της ομαλής μετάβασης από την εποχή του Πίρλο, στη Γιουβέντους της post-Pirlo era είναι η καυτή πατάτα, που έχει πέσει στα χέρια της κεφαλής της ομάδας.

Η ψυχρή οπτική. Με την κόπωση, που παρουσιάζει στο «παιχνίδι» του είναι λογικό να υπάρχουν «Γκρίζες Ζώνες». Αρχικά, θεωρώ ότι πρέπει να δεχτεί μείωση στις απολαβές του. Βέβαια, δε νομίζω ότι το οικονομικό είναι ο βασικός παράγοντας για τον Πίρλο. Ο ίδιος θέλει να τον υπολογίζουν και να αισθάνεται χρήσιμος, πράγμα που δήλωσε και ο Μπουφόν, πριν τη δική του ανανέωση. Εν συνεχεία, ο παίκτης οφείλει να αντιληφθεί πώς δε βρίσκεται στην πρώτη του νιότη και να υποχωρήσει στην αξίωση του περί «πρωταγωνιστικού ρόλου». Σίγουρα, θα παραμείνει σημαντικός για την ομάδα, αλλά πρέπει να συμβιβαστεί με τη συμμετοχή του ροτέισον του προπονητή. Τέλος, εκκρεμεί μια σοβαρή απόφαση. Για να επιμηκύνει την καριέρα του, οφείλει να σκεφτεί πολύ καλά την αποχώρησή του από τη Σκουάντρα Ατζούρα, μετά το πέρας του Μουντιάλ της Βραζιλίας. Η αγωνιστική δράση, χειμώνα καλοκαίρι, κυριολεκτικά, δεν τον βοηθά.

Η ανησυχία. Η μετάθεση των συζητήσεων της ανανέωσης για το Φλεβάρη του ’14, από το Μαρόττα, είναι δίκοπο μαχαίρι. Στην πραγματικότητα της ποδοσφαιρικής αγοράς, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αρπαγής. Εφόσον, ο παίκτης δεχτεί επίσημη κρούση από άλλο σύλλογο, από θύτης γίνεσαι θύμα και η διαδικασία πλειοδότησης είναι η μοναδική επιλογή. Κακά τα ψέματα, ο Μαρόττα δεν το έχει χειριστεί καθόλου καλά. Με την παραπάνω απόφαση, διακινδυνεύει ο παίκτης να «στραβώσει», σπρώχνοντάς τον περισσότερο προς την έξοδο. Σημαίνοντα ρόλο θα παίξει, φυσικά, και η διάθεση του Αντρέα να βάλει νερό στο κρασί του, με αντίρροπη προσέγγιση από τη διοίκηση, ώστε να επέλθει συμφωνία.

Κλείνοντας, οφείλω να παραδεχθώ ότι επιθυμώ ο Πίρλο να κρεμάσει τα παπούτσια του στη Γιουβέντους. Πρωτίστως, για να ξεπλυθεί ένα μέρος της ντροπής για την αποπομπή του Μεγαλέξανδρου. Δευτερευόντως, διότι θα αποτελέσει παράσημο για το σύλλογο να σταματήσει το ποδόσφαιρο στη Γιουβέντους ένας τόσο σπουδαίος παίκτης. Ευελπιστώ, το ζήτημα να κλείσει σύντομα, ώστε από εδώ και στο εξής, να ασχοληθούμε με τα αγωνιστικά, όπου «κάνουμε νερά», προς το παρόν.

Αγωνιστικούς χαιρετισμούς.


                                                     

*Το μπόνους της εβδομάδας. Βρήκα το, σχετικά παλιό, βίντεο του πιτσιρικά αυτού. Είναι γεννημένος το 2003 και αγωνίζεται στην ASD Chisola, αν δεν κάνω λάθος. Ελπίζω να τον αναγνωρίσετε και να εκτιμήσετε το ταλέντο του. 

http://www.youtube.com/watch?v=Fm15wma3Kyc&feature=share


3/11/13

Το 3-5-2 και πώς μπορεί να γίνει ολοκληρωτικό επιθετικό σύστημα.


                                       Δύο από τους σχηματισμούς της Νάπολι, επί εποχής Ματζάρι και Λαβέτσι-Καβάνι.

Τρεις προπονητές εφαρμόζουν με πίστη και αποτελέσματα το 3-5-2 στην Ιταλία: ο Κόντε στη Γιουβέντους, ο Ματζάρι στη Νάπολι (και πλέον στην Ίντερ) και ο Πραντέλι στην Εθνική Ιταλίας. Για εμένα, καλύτερα απ’ όλους το εφαρμόζει ο Ματζάρι κι εξηγούμαι. Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, την πρόσφατη Νάπολι (πριν τη φυγή του).


Οι πυλώνες της ομάδας αυτής ήταν βασικά 4: οι τρεις αμυντικοί (όχι τίποτα ιδιαίτερο σαν παίκτες, δυστυχώς) με τα δύο ακραία μπακ-μηχανάκια, οι δύο χαφ στο κέντρο (Ινλέρ κυρίως, αλλά και Μπεχράμι) με οριζόντιες κινήσεις και έμφαση στην άμυνα (με τον Ίνλερ να κάνει, συνήθως, ένα μικρό βάθος ανάμεσα στους δύο), ο παίχτης-κλειδί μπροστά τους (Χάμσικ) και τέλος, ο επιθετικός με την καλύτερη κίνηση δίχως τη μπάλα και την καλύτερη συμμετοχή στην ανάπτυξη στον κόσμο (Καβάνι), χωρίς να είναι μάλιστα ιδιαίτερα μπαλαδόρος. Μένει άλλος ένας επιθετικός. Αυτός είναι, συνήθως, ένας ευέλικτος παίκτης, που μπορεί να κάνει κίνηση κάθετη με τη μπάλα (ντρίμπλα), αλλά και χωρίς αυτή (π.χ. Πάντεφ, Ινσίνιε). Πού διαφέρει αυτός ο τρόπος προσέγγισης από το κλασικό 3-5-2;

Το κλασικό 3-5-2 έχει έναν παίκτη μπαλαδόρο, που παίζει ¾ επιθετικός και ¼ μέσος (παίκτες τέτοιου είδους: Κασσάνο, Ντελ Πιέρο, Τόττι κ.α.) κι ένα σέντερ φορ. Εδώ όμως, γινόταν κάτι άλλο. Ο Καβάνι έχει μια έμφυτη τάση να κινείται προς τα δεξιά και μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ματζάρι εκμεταλλευόταν την κίνηση του Χάμσικ να βγαίνει σαν κρυφός επιθετικός ή αριστερό εξτρέμ (swap με Χάμσικ, ανάλογα με την πλευρά, που εκδηλώνεται η επίθεση). Αν αποδεχθούμε ότι οι 3 του κέντρου σχηματίζουν τρίγωνο, στην κορυφή του είναι ο Χάμσικ, ο οποίος είναι, ίσως, ο μοναδικός παίκτης, που έχει τη δυνατότητα να ανήκει, κατά βούληση, σε δύο τρίγωνα (του κέντρου και της επίθεσης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σύστημα γίνεται συνέχεια 3-4-3 στην επίθεση, που είναι πολύ επιθετικό, και στην άμυνα 5-4-1, με τον Καβάνι να κλείνει δεξιά πολλές φορές και να γίνεται εσωτερικός μέσος ή κλασικό 3-5-2.

Στην Ίντερ τώρα, βλέπω ότι έχει έναν παίκτη πάλι μπροστά από τα δύο χαφ (Αλβάρεζ), αλλά με δυνατότητα δημιουργίας πιο πολύ (κι όχι παιχνιδιού κρυφού φορ) και θέλει να κάνει έτσι το σύστημα, ώστε να γίνεται στιγμιαίος ρόμβος με τον Κόβασιτς (όταν μπαίνει) σε 3-6-1. Πολύ αμυντικός προσανατολισμός, για μένα, και δεν του βγαίνει, γιατί δεν έχει τρομερά φουλμπακ. Αν είχε Μαρτσέλο και Κουαδράδο (τυχαία λέω αυτούς τους 2, εννοώ γενικά φουλμπακ, που εύκολα γίνονται εξτρέμ) θα μπορούσε να το παίξει καλύτερα.

Ο Πραντέλι με τη σειρά του έχει trequartista. Τον Κασσάνο ή το Ντι Μικέλε (που δεν πολυκάνει γι’ αυτόν το ρόλο). Έχει ένα τρίγωνο στο κέντρο, με τον Πίρλο να είναι πίσω από τους Ντε Ρόσι (ή Μαρκίζιο)-Μοντολίβο στην επίθεση και μπροστά, συνήθως, στην άμυνα (τον ντουμπλάρει συνέχεια ο Ντε Ρόσι/Μαρκίζιο, που είναι πάνω κάτω). Αυτά, απ’ όσα είδα στο Euro, δεν έχω δει σοβαρά Ιταλία, στη συνέχεια (Confederations Cup).

Ο Κόντε παίζει κι αυτός με παίχτη πίσω, στο τρίγωνο του κέντρου (τον Πίρλο κι αυτός). Η διαφορά με τον Πραντέλι είναι ότι ο Πίρλο είναι μονίμως πίσω. Η φιλοσοφία είναι να έχει την τέλεια άμυνα και το καταφέρνει, αν και υπερβάλλει. Ο άξονας Μπουφόν-Κιελίνι-Βιντάλ θα έπρεπε να του δίνει σιγουριά. Συγκεκριμένα, ο Κιελίνι είναι, για μένα, ο καλύτερος σκληρός στόπερ στον κόσμο και τέλειος μαν-του-μα(ν)-δόρος. Μ’ έναν καλό παίκτη δίπλα του, που να έχει χημεία (ο Μπαρτσάλι είναι τέτοιος) μπορεί να απελευθερώσει την 3η θέση για τον παίκτη, που περιγράφεται παρακάτω.


                                                                       Η Γιουβέντους σε θέση άμυνας στο περσινό Γιουβέντους-Νάπολι 2-0.

Για εμένα, η Γιουβέντους μπορεί να παίξει ποιοτικότατο 3-5-2, αν κάνει τα εξής: 1) Να πάρει έναν παίκτη για την άμυνα, που να έχει τα χαρακτηριστικά των εξής τριών παικτών με σειρά προτεραιότητας: Χάβι Μαρτίνεζ, Χούμελς, Πικέ, παλιός Λούσιο (όχι αυτούς κατ’ ανάγκη). Τέτοια περίπτωση είναι ο Τιν Γεντβάι, που πήρε η Ρόμα για το μέλλον και ο Τσίριτσες, που πήγε Τότεναμ. Αμυντικό με πολύ καλή τεχνική, δηλαδή αντίληψη, που να γίνεται και χαφ. 2) Να πάρει δύο ποιοτικά ακραία μπακ (τουλάχιστον αριστερό). Πρόταση: Κουαδράδο (με λίγη δουλειά στη δύναμη) και Κρισίτο (ή Σαντόν, αλλά αυτόν τον θέλω στη Μίλαν). 3) Να αλλάξει τη φορά στο τρίγωνο του κέντρου. Ο ένας ο Βιντάλ, ο άλλος ο Πογκμπά (ή Πίρλο στη Σέριε Α) και μπροστά ένας μπαλαδόρος με παιχνίδι και στα 2 τρίγωνα. Πρόταση: Γιόβετιτς, Λαμέλα, Μχκιταριάν (πολύ δύσκολο, αλλά λέμε τώρα). 4) Να εμπιστευθεί το Γιορέντε, που τον έχω παρακολουθήσει και μου αρέσει πολύ. Με Μπιέλσα και 3-4-3 (ο Μαρτίνεζ ο τρίτος πίσω που γινόταν εύκολα χαφ κάνοντας τον αντιδιαμετρικό Χάμσικ) έκανε παπάδες, αλλά είναι ένα χρόνο χωρίς παιχνίδια και ίσως αργεί να προσαρμοστεί στο ιταλικό στυλ ποδοσφαίρου. Ο Τέβεζ είναι επιθετικός κι όχι ¾.

Αυτή είναι η άποψή μου. Με τέτοιο ποδόσφαιρο στο κέντρο, θα έκανε τρελή μόντα και ο Βεράτι, αλλά πλέον ξεφεύγει το μπάτζετ. Γενικότερα, όλες οι μεγάλες ιταλικές ομάδες πρέπει να μειώσουν τα ρόστερ τους και να δουλεύουν με 22 πολύ καλούς ποδοσφαιριστές. Αν καταφέρουν και αποδεσμεύσουν παίκτες με κάποιο κέρδος, πρέπει να τα επενδύσουν σε λίγους και καλούς. Έχουμε συμφωνήσει με τον αλεξ μπιανκονέρο σε αυτό το πρόβλημα, όπως και σε άλλα (δανεισμοί, συνιδιοκτησίες, γήπεδα κτλ), αλλά ίσως είναι αντικείμενο μελλοντικού άρθρου.

Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Χονδρόπουλος  


1/11/13

Το 3-5-2 της Γιουβέντους: Αναδρομή, τακτική ανάλυση, προοπτική.


                Ο βασικός σχηματισμός της Γιουβέντους, ανεξαρτήτως προσώπων.     

Επιστροφή στις ρίζες. Φράση, που περιγράφει λακωνικά και ουσιωδώς, την τελευταία τριετία, το ιταλικό ποδόσφαιρο. Κι αυτό, εξαιτίας της στροφής των προπονητών προς το 3-5-2, σ’ ένα σύστημα συντηρητικό. Οι Ιταλοί βλέποντας ότι οι ποιοτικοί ποδοσφαιριστές εκλείπουν, επιστρατεύουν προσεγμένες μεθόδους τακτικής αντιμετώπισης των αντιπάλων τους. Από το γενικό κανόνα δε θα μπορούσε να ξεφύγει η Γιουβέντους, βασικός εκφραστής του modo italiano στο ποδόσφαιρο. 

Ενδεδειγμένη κίνηση, στην περίπτωσή μας, είναι το ξετύλιγμα του κουβαριού. Της ιστορίας, που μας έφερε ξανά στην κορυφή. Ο Κόντε αναλαμβάνει το καλοκαίρι του 2011 τη Γιουβέντους. Καμένη γη κυριολεκτικά. Δύο συνεχόμενες έβδομες θέσεις, ένα ρόστερ γεμάτο δανεικούς και παίκτες, στους οποίους δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η είσοδος στο Vinovo. Πρώτη δήλωσή του: «Θα παίξουμε επιθετικά. Όπως αρμόζει στην ομάδα. 4-2-4, με πρέσινγκ από την περιοχή του αντιπάλου». Αποκτά το δημιουργό, που η ομάδα δε διέθετε. Τον Πίρλο. Πρόσφατα, εκδιωχθείς από τη Μίλαν και προερχόμενος από σοβαρό τραυματισμό. Αντιλαμβάνεται ότι ο καταπονημένος οργανισμός του δεν αντέχει διττό ρόλο  στο κέντρο. Δημιουργία με παράλληλη αμυντική αναχαίτιση των αντιπάλων. Εισηγείται την απόκτηση κόφτη. Αποκτάται ο Βιδάλ. Πολυσύνθετος, με ανασταλτικές και επιθετικές αρετές. Δε φτάνει μονάχα αυτός. Στην εξίσωση μπαίνει και ο Μαρκίζιο, ακυρώνοντας αυτόματα το σχέδιο «4-2-4», καθώς δε χωρά η τριάδα στα χαφ. 4-3-3 ο μονόδρομος. Για δεξιά, Κράσιτς. Εξαιρετική πρώτη σεζόν. Ζητούμενο ο παίκτης για απέναντι. Ελία. 9 μύρια ευρώ και στο Τορίνο την τελευταία μέρα της μεταγραφικής περιόδου. Οι δυο τους δεν προσαρμόζονται ποτέ στα «θέλω» του Κόντε. Μοιραία, διαβλέποντας και την αμυντική ανισορροπία, αποφασίζει να υιοθετήσει το 3-5-2.

Τι είναι το 3-5-2, όμως;  Αρχικά, αμυντικά είναι σύστημα σφριγηλό. Προσφέρει ασφάλεια, ιδιαίτερα, όταν οι αμυντικοί που διαθέτεις δεν εμπνέουν σιγουριά, όπως ο Μπονούτσι. Ο Λέο μπορεί να κατεβάσει τη μπάλα μέχρι το κέντρο, αλλά κάνει εύκολα το λάθος. Σταθερή άμυνα, δίχως Κιελίνι, δεν υφίσταται. Την τριάδα συμπληρώνει ο Μπαρτσάλι. Δυο βαριά κορμιά, με προσόν το ύψος. Ο Μπονούτσι, ταχύτερος, καλύπτει τις λιγοστές αδράνειες των άλλων δύο. Παίρνει βάθος και λειτουργεί ως λίμπερο, παίζοντας τη θέση που δόξασε και στην οποία δοξάστηκε ο αείμνηστος Σιρέα. Οι δύο ακραίοι back-half, από κοινού με τους Βιδάλ-Μαρκίζιο/Πογκμπά, που μαρκάρουν ακατάπαυστα, ξεκινούν το πρεσάρισμα από ψηλά, κλέβοντας πολλές μπάλες. Τέσσερις παίκτες με τρεξίματα και πρέσινγκ. Εάν ο αντίπαλος περάσει την πρώτη ζώνη άμυνας, δε συντρέχει κίνδυνος για τα μετόπισθεν. Υπάρχουν οι τρεις κεντρικοί αμυντικοί, συνεπικουρούμενοι από τον Πίρλο. Αμυντική πληρότητα. Συμπερασματικά, με σοβαρούς αμυντικούς και ικανό τερματοφύλακα, δημιουργείς άμυνα από ενισχυμένο σκυρόδεμα. Καθόλου τυχαία η εξαιρετική μας αμυντική λειτουργία, μέχρι προσφάτως.

Ο αμυντικός του χαρακτήρας όμως, δε σημαίνει ότι δε μπορεί να είναι εξίσου επιθετικό. Η άμυνα των τριών, επιτρέπει στον αμυντικό, που χειρίζεται καλύτερα τη μπάλα, να προωθεί το παιχνίδι από πίσω. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, γρηγορότερη ανάπτυξη, σημαντικό, όταν αντιμετωπίζεις πολυπρόσωπες και πολυσύνθετες άμυνες. Και δεύτερον, μεταφορά του παιχνιδιού στο μισό του αντιπάλου. Όλα ξεκινούν, από τις κερδισμένες μπάλες, ελέω πρέσινγκ. Η πολυπρόσωπη και διαρκής πίεση, που ασκείται από κεντρικούς μέσους και ακραία μπακ, είναι ασφυκτική, καταστρέφοντας το παιχνίδι του αντιπάλου, με παράλληλη δημιουργία κενών χώρων, δυνάμει αξιοποιήσιμων. Το ανάποδο τρίγωνο, Πίρλο, Βιδάλ-Μαρκίζιο/Πογκμπά, συντελεί στο παρακάτω: Μαζί με τα δύο φορ, οι δύο μπακ-χαφ και οι δύο χαφ, πατούν περιοχή, δίνοντας πλειάδα επιλογών στο δημιουργό, κλείνοντας στον αντίπαλο στα καρέ του και σκοράροντας. Επίσης, το ζευγάρι των φορ, ο trequartista και το βαρύ κανόνι, τροφοδοτούνται με καλύτερο και αμεσότερο τρόπο, χωρίς να αναγκάζονται να αποχωριστούν το πεδίο δράσης τους. Σημαντική, εκτός της τακτικής και της χημείας, είναι η ανταπόκριση του ποδοσφαιριστή στο ρόλο του, στο τερέν. Αυτά συνέβησαν τα 2 προηγούμενα χρόνια.

Στο σήμερα. Τρίτη χρονιά εφαρμογής του 3-5-2. Διαφαίνονται τα πρώτα ρήγματα. Σε σχέση με τα 2 περασμένα χρόνια, η Γιουβέντους αποδίδει χειρότερο ποδόσφαιρο, με εξαίρεση τα 2 παιχνίδια απέναντι στη Λάτσιο και το πρόσφατο απέναντι στην Κατάνια. Το μείζον θέμα, που προκύπτει εξαιτίας των μη πειστικών εμφανίσεων, είναι το κατά πόσο το συγκεκριμένο σύστημα παραμένει αποδοτικό και απρόβλεπτο. Προσωπική μου γνώμη είναι κατά 25%, εν συνόλω. Απρόβλεπτο δεν είναι επ’ ουδενί. Και αποδοτικό θεωρείται μόνο εντός των τειχών. Τα αποτελέσματα στην Ευρώπη, δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητά του πέφτει στο μισό. «Φωτογραφική» αναφορά στα ματς με Κοπεγχάγη και Γαλατάσαραι. Το 3-5-2 θα έπρεπε να μπει στο χρονοντούλαπτο της ιστορίας μετά το ματσάρισμα με τη Μπάγερν Μονάχου στους 8 του Τσάμπιονς Λιγκ πέρσι. Με όλες τις τιμές, που του αρμόζουν, αφού μας χάρισε 4 τρόπαια. Έδειξε ανεπαρκές και ιδιαιτέρως μονοδιάστατο. Στο κάθετο παιχνίδι των Βαυαρών, που υπερφόρτωναν τις πλευρές, με τους παίκτες κλάσης που διαθέτουν, δεν είχε απάντηση να δώσει. Και είναι λογικό έως ένα σημείο.



                        
     Η Γιουβέντους, όπως παρατάχθηκε ενάντια στη Μπάγερν Μονάχου, στον επαναληπτικό του υπέρ των Βαυαρών 2-0.

Ενοχλητική, όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι η υιοθέτηση του συγκεκριμένου συστήματος, αλλά η άρνηση του διαφορετικού. Ο φόβος του προπονητή να δοκιμάσει κάτι καινούριο και απρόβλεπτο. Από μέρους του Κόντε, αυτό γίνεται αντιληπτό και στο 3-5-2. Αργή και προβλέψιμη ανάπτυξη, από τον άξονα. Αδούλευτες στημένες φάσεις, πλην εξαιρέσεων, με το σκοράρισμα να προέρχεται μόνο από απευθείας χτυπήματα φάουλ του Πίρλο. Μέχρι πρότινος, υπήρχε το σύνδρομο της «Μπαρτσελόνα» με τους παίκτες να μπαίνουν μαζί με τη μπάλα στο τέρμα. Κορωνίδα του προβληματισμού, βέβαια, είναι η έλλειψη του
fast break. Στην εποχή, που οι ομάδες ψάχνουν το εύκολο γκολ στην αντεπίθεση, η Γιουβέντους αρνείται να ανοίξει το τέμπο, διεκδικώντας όσες πιθανότητες της αναλογούν στην κόντρα. Ίσως, πρόκειται για σημάδι σύγχυσης του «Ποδοσφαίρου Κυριαρχίας» με το «Σετ Ποδόσφαιρο». Η ομάδα έχει ανάγκη από ηρεμία και σαφή αγωνιστικό προσανατολισμό, τον οποίο έχει απολέσει σ’ αυτό το πρώτο κομμάτι της σεζόν.

Ελαφρυντικά υπάρχουν και σχετίζονται με τις μεταγραφικές κινήσεις, με την οικονομική δύναμη της Γιουβέντους, αλλά και τον τρόπο διαχείρισης των πόρων. Το ρόστερ είναι δομημένο για το προσφιλές 3-5-2, με μοναδικό καθαρόαιμο εξτρέμ τον επί ένα χρόνο και κάτι τραυματία, Πέπε. Σημαντική μπορεί να θεωρηθεί και η εγγραφή στο γενετικό κώδικα της ομάδας του συστήματος και η δυσκολία στη μεταβολή της αγωνιστικής φιλοσοφίας.

Κλείνω με την παραδοχή του προπονητή, ότι ορισμένες φορές θέλει να αλλάξει σύστημα, αλλά δε μπορεί. Με την ομάδα να προσπαθεί να ορθοποδήσει οικονομικά, το μόνο που συνιστώ είναι ψυχραιμία και υπομονή. Η ομάδα χτίζεται σταδιακά, με ποιοτικές προσθήκες κάθε καλοκαίρι. Δείτε άλλωστε το οικοδόμημα της Μπάγερν, το οποίο χτίστηκε σε πολλές και διαφορετικές μεταγραφικές «φάσεις». Η επιτυχία είναι στόχος, αλλά όχι αυτοσκοπός.

Αγωνιστικούς χαιρετισμούς. 


*Σαν σήμερα, πριν 116 χρόνια, μια παρέα παιδιών από το Τορίνο έδωσε ζωή στο μεγαλύτερο ιταλικό σύλλογο και σε έναν από τους μεγαλύτερους της Ευρώπης. Τους ευχαριστούμε, που «έπλασαν» ένα διαχρονικό λόγο χαράς.