13/1/15

Είδωλα θολά.



Φύση μελαγχολική. Δεν είναι σίγουρο αν εκ γενετής έτεινε στο γκρι, αλλά η ροπή προς αυτό αποκρυσταλλώθηκε στα εφηβικά χρόνια. Κι η μελαγχολία συχνά τον οδηγεί στην αναζήτηση του χαμόγελου στο παρελθόν. Το παρόν, που μοιάζει τόσο πομπώδες και ένδοξο. Αδύνατο να μην εκστασιαστεί. Να μην το αγαπήσει. Να μην εκφράσει την επιθυμία να ζήσει μια χούφτα λεπτά σ' εκείνο το εξιδανικευμένο, για εκείνον, περιβάλλον. Αχ. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να γυρίσει το χρόνο πίσω και να ζήσει πράγματα, που δεν κατάφερε να ζήσει ποτέ.


Επιστροφή στο '90. Τότε, που καλά καλά δεν είχε ξεκινήσει την ερωτική επαφή του με το ποδόσφαιρο. Τότε, που παραπονιόταν, συνεπικουρούμενος από τη μάνα του, να σταματήσει να βλέπει αυτά τα ανιαρά παιδιά, που κλωτσούσαν τη μπάλα σ' αυτό υπερβολικά μεγάλο ορθογώνιο χώρο. Άκουγε ιστορίες από τότε, που θυμάται τον εαυτό του για παίκτες-θρύλους, για ποδοσφαιρικά έπη, που αγγίζαν' τη σφαίρα του μύθου. Αφηγήσεις, που ανύψωναν τους πάντες στη σφαίρα του ονειρικού, του ανέγγιχτου. Που μετέτρεπαν κοινούς θνητούς σε Ελ Σίντ για τους αντιπάλους τους. Ακόμη και τώρα, θυμάται τις διηγήσεις αυτολεξεί. Μάλλον επειδή στα χρόνια, που ακολούθησαν συνέχισε να τις ακούει, ώστε να του γίνουν βίωμα. Το ερέθισμα έλειπε. Όπως και το θέλγητρο. Η ταύτιση για ένα παιδάκι ήταν απαραίτητη. Ούτε τέτοια διέθετε. Ο χρόνος σε τέτοιες περιπτώσεις λειτουργεί υπέρ. Υπέρ των πάντων.

Κι αν οι αφηγήσεις ήταν ζωντανές, εκείνο που ήταν ακόμη πιο ζωηρό απ' αυτές ήταν ένας ποδοσφαιριστής γύρω στο 1,80, μακρυμάλλη τον έλεγες, τότε. Αν υπάρχει έρωτας με την πρώτη ματιά, τότε τέτοιος ήταν. Κι αν η ταύτιση γεννάται τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα τότε τέτοια ήταν. Αν η πρώτη αγάπη είναι αυτή που μας ορίζει για το υπόλοιπο της ζωής μας, τότε ναι, για εκείνον ήταν. Και συνεχίζει μέχρι σήμερα να ορίζει, να προσανατολίζει το ποδοσφαιρικό του γούστο. Για εκείνον, που ποτέ του δεν έβαλε σε κάποιον την ταμπέλα του “προτύπου” και σε κανέναν, αυτός έτεινε να εξελιχθεί σε τέτοιο, μετά τον πατέρα του φυσικά. Πρότυπο ήθους, πρότυπο ποδοσφαιριστή. Όπως κάθε παιδάκι, είχε κι εκείνος τον ήρωά του. Έναν ήρωα, που προσπαθούσε να μιμηθεί και να κοπιάρει όσο τίποτα άλλο. Στις τρίπλες, στην τεχνική, στα γκολ, στους πανηγυρισμούς.

Μετά ήρθε ο καινούριος. Ο ξανθός. Αυτός ήταν πιο συνειδητή επιλογή. Ο πρώτος υποχώρησε στο ασυνείδητο. Άλλος είχε την πρωτοκαθεδρία. Άλλος μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Άλλον προσπαθούσε να μιμηθεί. Ίσως και με περισσότερη επιτυχία. Η ιστορία προχώρησε. Ο χρόνος έκανε και πάλι το θαύμα του. Στο κουρμπέτι 10 χρόνια και κάτι ψηλά, άρχισε πάλι η μεταστροφή. Το “πισωγύρισμα”. Ίσως ήταν η ανάγκη για επαναπατρισμό, που λειτούργησε καταλυτικά. Σε μια φάση, που το συναίσθημα ξαναφούντωνε, η επιστροφή στις καταβολές του έμοιαζε λυτρωτική. Ήταν όντως λύτρωση. Η καθεστηκυία κατάσταση επανήλθε. Ο πρώτος ήταν ξανά πρώτος. Ο ξανθός αρκέστηκε στη δεύτερη θέση. Τρίτος ήταν ένας ψηλέας, που κάλυπτε το τέρμα με μαγεία. Σαν να 'χε δώσει όρκο σε μια ανώτερη δύναμη ότι “Δε θα περάσει”. Σαν να έπινε από το μαγικό των Γαλατών κι έπαιρνε μπρος. Άνθρωπος πείσμων και αποφασιστικός. Αρνιόταν και ακόμη αρνιέται.


                                             



Στην αρχή της ωρίμανσης άρχισε να βλέπει κάποια πράγματα πιο καθαρά. Και τους 3 τους αγαπούσαν. Τον πρώτο όμως πιο πολύ απ' όλους. Δεν ήταν ένα απλό νούμερο. Ήταν κάτι πολύ πιο υψηλό, κάτι το πιο πολύπλοκο. Ιδανικό; Ποδοσφαιρικός Μεσσίας; Θεός; Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σ' αυτά τα 3 είναι ιδιαίτερα λεπτές. Η ουσία της υπόθεσης παραμένει η ίδια όμως. Η αγάπη τους έφτανε τα όρια της τρέλας. Της παράνοιας. Ήταν κάτι περισσότερο από τοπικός ήρωας. Τον αγαπούσαν όλοι. Ακόμη κι οι εχθροί του. Εκείνος ο επιβλητικός αριστεροπόδαρος, που το μαλλί του δεν χάλαγε ποτέ, τον έπαιρνε αγκαλιά συχνά πυκνά. Κι ας τα συμφέροντα τους συγκρούονταν. Ίσως τον ένιωθε μικρό του αδερφό. Ποιος ξέρει; Κι η αγάπη ξεπέρασε τα στενά όρια της χώρας. Ισπανία, Αγγλία, σηκώθηκαν στο πόδι να χειροκροτήσουν. Τότε που εκείνος κι οι άλλοι δύο από τους σωματοφύλακες έμειναν να δίνουν κουράγιο, δύναμη, πίστη.

Το πάθος είχε φουντώσει για τα καλά. Οι διηγήσεις συνεχίζονταν. Μόνο, που αυτή τη φορά ταξίδευε ολοένα πιο πίσω. Στο Βέλγιο του '85. Στην Ισπανία του '82. Στο μεταπολεμικό Τορίνο. Στην Αόστα. Επιβάτες αυτή τη φορά ο πατήρ και ο πρεσβύτερός του. Η φλόγα κοινή. Τα πρόσωπα ακόμη περισσότερα. Ιστορίες που έβριθαν από ζωή. Από Τιτάνες, που κάθε φορά επιδίδονταν σε μια τελετουργική αναπαράσταση της προηγούμενης μάχης τους. Με έκβαση διαφορετική. Όσα κι αν άκουγε, όσα κι αν ρουφούσε σαν σφουγγάρι, εκείνος ήταν εκεί. Καθηλωμένος στην πρώτη θέση. Η δοκιμασία μέσα στην ψυχή του ήταν πετυχημένη. Αφού δεν υποχώρησε στην ακμή της υπερπληροφόρησης του φορέα του, η λήθη θα τον εδραίωνε ακόμη πιο πολύ. Θα τον έχτιζε μέσα του.

Το πρώτο σοκ ήρθε το 2009. Ο ξανθός, παλιοσειρά πλέον, αποφάσισε να υποσταλεί. Εκούσια. Με χαμόγελο και δάκρυ. Έτσι δεν είναι οι αποχωρισμοί; Ένας φόβος μεγάλωνε μέσα του. Ανάσαινε πάνω στο λαιμό του. Ο χρόνος αυτή τη φορά λειτουργούσε εναντίον του. Εναντίον του πρώτου. Κι όλα έγιναν απρόσμενα. Δολοφονία, είπαν. Πιο πολύ έμοιαζε με αυτο-πυροβολισμό.

Κι έπειτα κενό. Σιωπή. Και ξανασυναντούσε το μαύρο. Θόλωνε. Αδυνατούσε να το χωνέψει και να το αναλογιστεί. Το μαύρο τον αγκάλιαζε ξανά. Κι υποκατάστατο δεν υπήρχε. Η αφήγηση, έφτασε στο παρόν και ξαναπήρε τον ίδιο δρόμο. Προς τα πίσω. Γιατί το σήμερα είναι θολό. Κι η ομίχλη πιο πυκνή απ' ότι ήταν κάποτε. Κι ο δρόμος δεν είναι δρόμος. Είναι λεωφόρος. Που οδηγεί στο μέρος, που μοιάζει με πατρίδα. Στην παιδική του ηλικία. Στα παιδικά του όνειρα.

Από τον Α. για τον Α.

Φόρτσα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου