2/7/14

Λυτρώσου από τα περασμένα.



Η μόνη γοητεία του παρελθόντος είναι ότι είναι παρελθόν. Η ρήση ανήκει στον Oscar Wilde. Είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς. Η προσκόλληση σε πολλά απ’ όσα ανήκουν σ’ αυτό είναι δεδομένη όμως. Όπως δεδομένη θεωρείται κι η αγάπη του ανθρώπου για την επιτυχία. Σε κάθε τομέα της ζωής του. Η επιτυχία, ως εμπειρία, είναι δίκοπο μαχαίρι. Αφενός, προκαλεί ευφορία, χαρά, ευτυχία. Αφετέρου παρατηρείται ότι, δικαίως, είναι εθιστική. Σε βαθμό ανεξέλεγκτο. Τι γίνεται αν συναντηθούν το παρελθόν με την επιτυχία; Δημιουργείται μίγμα εκρηκτικό. Η αναπόληση. Στην υπερβολή της, η εξιδανικευμένη αναπόληση. Στα ακρότατά της η εμμονή με την παρελθούσα επιτυχία. Κι έχει συμπτώματα, τα οποία φέρει ο καθένας μας.




Αναλύοντας το «Σύνδρομο του παρελθοντολάγνου».

Γιατί τέτοιου είδους εισαγωγή; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με το ποδόσφαιρο; Μεγάλη. «Πάσα» μου έδωσε το γαϊτανάκι δημοσιευμάτων, στο οποίο επιδόθηκε την τελευταία εβδομάδα ο ιταλικός τύπος και βάσει των οποίων η Juventus ήταν πολύ κοντά στην απόκτηση των Rodriguez, Hazard και Nainggolan το 2010. Καλύτερη αφορμή για το παρόν κείμενο από τα σχόλια των οπαδών της ομάδας, οι βρισιές, η μήνη κατά πάντων και ο μηδενισμός όλου του παρελθόντος της, δε μπορούσε να δοθεί. Ξεκινώ διασαφηνίζοντας το εξής: Ονόμασα τη συγκεκριμένη αντίδραση, που όλοι μας, κάπου, κάποτε έχουμε παρουσιάσει «Σύνδρομο του παρελθοντολάγνου». Τα αίτιά του είναι πολύ απλά. Παρουσιάζεται σε φιλάθλους του ποδοσφαίρου, των οποίων οι ομάδες πρωταγωνιστούσαν στο παρελθόν, ήταν στον κολοφώνα της δόξας τους και τώρα αδυνατούν να διακριθούν. Έχουν περιέλθει σε τέλμα και ανυποληψία. Είτε περισσότερο, είτε λιγότερο. Δημιουργείται, λοιπόν, μια σχέση αλληλεπίδρασης και συσχέτισης του παρελθόντος με το παρόν, όταν ο συγκεκριμένος φίλαθλος έρθει σε θέση μειονεκτούσα. Κατά την άποψή μου, το φαινόμενο αυτό είναι τριφασικό. Οι τρεις αυτές φάσεις μπορούν να τοποθετηθούν σε λογική σειρά, αλλά και να παρουσιαστούν αυτοτελείς. Επέλεξα να τις κατατάξω με βάση το εύρος τους, δηλαδή το πόσο συχνά παρουσιάζονται στην καθημερινότητά μας, ώστε να αναδείξω το κρεσέντο του συνδρόμου.



Φάση 1η: Η ομάδα, το παρελθόν και το παρόν της.

Όλοι μας έχουμε μπει στη διαδικασία να συγκρίνουμε την παροντική εκδοχή της ομάδας μας, με κάποια του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα, συνήθως, είναι το ίδιο. Παρελθόν-παρόν σημειώσατε άσσο. Η εξιδανικευμένη αναπόλησή του, σε συνδυασμό με την απογοητευτική εικόνα της ομάδας, οδηγούν στο παραπάνω αποτέλεσμα. Ενδεχομένως, η πεποίθηση ότι το παρόν είναι ξεφτισμένο κακέκτυπο παλαιότερων εποχών, άποψη που κυριαρχεί στους μεγαλύτερους ηλικιακά, παίζει ρόλο προεξέχοντα. Παράδειγμα εν οίκω. Πόσες φορές έχουμε αναθεματίσει τη Juventus, λόγω της κακής της εικόνας, συγκρίνοντάς την με την ομάδα του 2006 και μηδενίζοντας τα επιτεύγματά της; Πολλές. Και κάποιες από αυτές, δικαιολογημένα. Μπορεί το 2006 να μοιάζει κοντινό, αλλά ο χρόνος που έχει παρέλθει έκτοτε, είναι αν μη τι άλλο σεβαστός. Μέσα σε αυτά τα 8 χρόνια έχουν αλλάξει πολλά. Στη μεταγραφική αγορά, στην αντίληψη για το ποδόσφαιρο, στον τρόπο, που εκείνο παίζεται, ακόμη και στο συσχετισμό δυνάμεων στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Η προσκόλληση σ’ ένα συγκεκριμένο παρελθόν δείχνει αδυναμία αποδοχής του παρόντος, αδυναμία προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής. Είναι πολύ δύσκολη η βίαιη προσαρμογή, αλλά πρέπει να εξελιχθεί σε βασικό χαρακτηριστικό του φιλάθλου, που αγαπά το ποδόσφαιρο, την ομάδα του και τέλος τη νίκη.


Φάση 2η: Από την ομάδα στους παίκτες.

«Κάποτε είχαμε Scirea-Gentile, τώρα παίζουμε με τον Chiellini και το Bonucci». Κλασική εικόνα στο σπίτι. Η γκρίνια του πατέρα μου είναι ως ένα σημείο δικαιολογημένη. Όταν έχει δει τέρατα του αθλήματος να φοράνε τα bianconeri είναι λογικό να μη συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο. Εδώ είναι που ξεκινά το δεύτερο στάδιο. Το ανάθεμα για την αποτυχία της ομάδας εξειδικεύεται σε φυσικά πρόσωπα. Συγκεκριμένοι παίκτες, ιδίως εκείνοι που δεν ανταπεξέρχονται διαρκώς, γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι και φταίνε για καθετί στραβό στην ομάδα. Συγκρίνονται με θρύλους των συλλόγων τους, κάτι που είναι άδικο για τους ίδιους. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη επιτάσσει τη δημιουργία νέων ηρώων, που θα ενσαρκώνουν τις παλιοσειρές. Έχουν περάσει άπειροι «νέοι Maradona», «νέοι Zidane», «νέοι Cruyff» χωρίς κανείς τους να καταφέρει να εκπληρώσει τις προσδοκίες, που καλλιεργούνται λόγω του προκατόχου και μόνο. Σ’ αυτό το σημείο η λήθη είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Κανείς από τους 3 προαναφερθέντες παικταράδες δεν είχε σε 40 παιχνίδια τη σεζόν εκπληκτική απόδοση. Οι νεαροί διάδοχοι οφείλουν να το κάνουν όμως. Λογικό επόμενο το υπερβολικό άγχος, η πίεση κι ό,τι άλλο τα συνοδεύει. Η ταύτιση με το παρελθόν είναι ανάγκη για τον οπαδό και καταδίκη για τη φουρνιά, που ακολουθεί. Χαρακτηρίστηκε ο Buffon «νέος Zoff»; Ο Del Piero «νέος Boniperti»; Αμφιβάλλω. Ο καθείς τους έχτισε την καριέρα του πάνω στο δικό του επίθετο, στα δικά του κατορθώματα, βασίστηκε στα δικά του πόδια. Γι’ αυτό και πέτυχε. Χάραξε τη δική του πορεία και δικαιώθηκε. Τη μοναδική φορά, που οι φίλαθλοι της Juventus έχρησαν κάποιο ταλαντούχο νεαρό διάδοχο του Del Piero είχαμε την καταστροφή μιας καριέρας με ονοματεπώνυμο. Sebastian Giovinco.



Φάση 3η: Η παράνοια στα καλύτερά της.

Κρεσέντο του «Συνδρόμου του παρελθοντολάγνου» είναι η απογοήτευση για μη πραγματοποιηθείσες πράξεις. Δεύτερες σκέψεις, βασανιστικά «αν» και μετάνοια για άλλες κινήσεις συνθέτουν το όλο σκηνικό. «Αν είχαμε αποκτήσει το Ronaldo τότε, τώρα θα είχαμε έναν από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου στην ομάδα μας». Αηδίες. Η συνηθισμένη προβολή του παρόντος στο παρελθόν είναι μια πάγια τακτική του απογοητευμένου από τις συγκυρίες φιλάθλου. Βλέποντας τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, γεννώνται πολλά ερωτήματα. Άξιζε τα χρήματα ο Ronaldo τότε; Θα κούμπωνε ο Ronaldo στο σύλλογό μας και την ιδιοσυγκρασία του; Θα κόλλαγε στο Campionato; Θα είχε την ίδια εξελικτική πορεία από τότε που τον απέκτησε η Manchester United κι έπειτα; Ή θα έμενε αιώνιο ταλέντο; Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά. Κι επειδή όλα είναι κυκλικά, φτάνουμε στην αφορμή γι’ αυτό το κείμενο. Αναλογίσου, εσύ, μέσε οπαδέ της Juventus, που γκρινιάζεις για τη μη ολοκλήρωση των μεταγραφών των Rodriguez, Hazard και Nainggolan, ακριβώς τα ίδια, που αναρωτήθηκα εγώ για το Ronaldo. Με την υποσημείωση πώς στην εξίσωση θα μπουν και οι συνθήκες, που επικρατούσαν στην ομάδα το 2010, χρονιά που επρόκειτο να μετεγγραφούν οι παίκτες. Μιλώντας σταράτα, όχι, κανείς τους δε θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Για πολλούς και ευνόητους λόγους. Είναι η προβολή του παρόντος στο παρελθόν, που προκαλεί την πίκρα κι όχι η μη άφιξη των τριών νεαρών, τότε, παικτών.

Κλείνοντας αυτό το αφύσικο κι εκτός ποδοσφαιρικής συζήτησης κείμενο, θα ‘θελα να πω δύο λόγια, γενικά. Τίποτα δε γυρνά πίσω. Κι όσο βασανιζόμαστε σκεπτόμενοι τι θα μπορούσε να γίνει με σωστότερο τρόπο, τόσο θα συνεχίζουμε να υποπίπτουμε στον πειρασμό των αναμνήσεων. Οφείλουμε να συμβιβαστούμε με τα περασμένα, να τα αφήσουμε πίσω κι αν τυχόν κάτι δεν έγινε με το δέοντα τρόπο, να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία στο μέλλον. Τα ευχολόγια, οι κατάρες, οι βρισιές δεν αλλάζουν το παραμικρό. Το παρελθόν είναι εκεί για να μας δείχνει το δρόμο σαν φάρος. Τι να μην επαναλάβουμε. Το να συγκρίνουμε, να προβάλλουμε μέσα σ’ αυτό το παρόν μας, δεν έχει το παραμικρό νόημα. Ελπίζω, αυτό να ασπάζονται και στη Juventus, ώστε να διορθώσουν αστοχίες του παρελθόντος. Ελπίζω αυτό το κείμενο να έδωσε τη σπίθα στη φωτιά της σκέψης. Όλα τα περιστατικά είναι κομμάτι ενός ολόκληρου. Όλα είναι γρανάζια, που δίνουν κίνηση το ένα στο άλλο. Όπως ακριβώς κι η ίδια η σκέψη.

Forza και ένα μεγάλο grazie
για όλα!

1 σχόλιο:

  1. Ψάχνοντας να βρω τι φταίει στη Μίλαν και στο ιταλικό ποδόσφαιρο γενικότερα, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Οι ομάδες από τη μεγαλύτερη ως τη μικρότερη είναι προσκολλημένες σε μια εποχή που το ιταλικό ποδόσφαιρο μεσουρανούσε. Ας πούμε τα τέλη της δεκαετίας του 90 και η αυγή του 2000. Σε αυτή την εποχή το ποδόσφαιρο άρχισε να μεταλλάσσεται και με τα νέα δεδομένα της υπόθεσης Μπόσμαν, κάτι το οποίο οι Ιταλοί είχαν καταλάβει και είχαν και τα οικονομικά μέσα να το εκμεταλλευτούν. Η δυναμική των ομάδων έρχεται σίγουρα σε στυγνή αντιπαράθεση με τα δεδομένα της αγοράς όμως. Το σκάνδαλο Καλτσιόπολις έδωσε μια ηχηρή φάπα στο οικοδόμημα. Αλλά δεν ήταν αυτό το πιο σημαντικό. Το σημαντικότερο ήταν ότι η εξέλιξη που είχε το τόπι στο υψηλότερο επίπεδο άφησε τους Ιταλούς εκτός παιχνιδιού. Αυτά τα δύο συνέπεσαν: το σκάνδαλο και η σημασία της εποχής στην εξέλιξη του σπορ.
    Το πιο σύγχρονο ποδόσφαιρο απαιτεί πίεση ψηλά και ταυτόχρονο κλείσιμο των χώρων. Απαιτεί όλοι οι παίχτες (ακόμα και οι στόπερ) να έχουν καλή τεχνική (σκέψου πόση μπάλα ξέρει ο Χούμελς με τον Νταβίντ Λουίς ας πούμε και πόσο καλά παίζουν με τα πόδια ο Κουρτουά και ο Νόιερ), η μπάλα να εναλλάσσεται γρήγορα μεταξύ των παιχτών και να αναζητιέται το αμφίδρομο transition. Οι Ιταλόι ασχολούνται λοιπόν με ένα κάρο τακτικές μαλακίες (δες πχ πόσο τέλεια κάνει αμυντικό transition η Γιουβέντους και πόσο ελεεινά άσχημα κάνει επιθετικό) και δεν δίνουν βάση στη στρατηγική ή στη βελτίωση των ποδοσφαιριστών μέσω της αντίληψη των λαθών που κάνουν όταν πέφτουν στα βαθιά. Φυσικά και ο Hazard δε θα βελτιωνόταν. Θα πίεζε δέκα μέτρα πιο πίσω, θα μάθαινε τέλεια να αμύνεται και να κλέινει χώρους από το κέντρο και πίσω (είναι εντελώς διαφορετική η πίεση ψηλά) αλλά δεν θα έκανε κίνηση να περάσει παίχτη παρά μόνο κοντά στην περιοχή ή μέσα σε αυτή. Η στρατηγική αυτή των Ιταλών έχει επιπτώσεις και στη φυσική κατάσταση. Φέρνουν πιο κοντά τις γραμμές και πιέζουν εν γένει πιο πίσω για να καμουφλάρουν τέτοιες αδυναμίες ενώ στην πραγματικότητα τις διαιωνίζουν. Μου ήρθε ξαφνικά μια νύστα τώρα άλεξ και θα επανέλθω για περισσότερα. Το βασικό μου πνεύμα είναι ότι οι Ιταλόι πρέπει να αλλάξουν ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ. Μόνο μια ομάδα βλέπω να το κάνει αυτό σοβαρά (Ρόμα).
    Υ.Γ. Πολύ ωραίο άρθρο. Ξεχώρισα την εισαγωγή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή