Καφές. Όχι λόγω ανάγκης, αλλά εκ συνηθείας εκπορευόμενος. Οι
επόμενες κινήσεις μηχανικές, αν όχι ενστικτώδεις. Εκκίνηση του Η/Υ,
τακτοποίηση της καρέκλας και δίπλα η κούπα με το ζεστό ρόφημα. Άλλη μια μέρα
μουντή, για τον ίδιο, ακόμη κι αν έξω έχει λιακάδα. Φαινομενικά, άλλη μια μέρα
στη ρουτίνα του. Στις ίδιες νόρμες, που ζει τον τελευταίο καιρό, υποταγμένος
πλήρως στα πρέπει κι όχι στα θέλω του.
Συνήθως από μια τέτοια μέρα δεν ξεκινάνε όλα; Από μια μέρα, που υπόσχεται λίγα. Είχε κανονίσει από το περασμένο βράδυ να βρεθεί με τον Σ. Καλός φίλος. Έχουν περάσει μήνες από την τελευταία φορά, που ειδώθηκαν. “Μακάρι κάτι να κυλήσει διαφορετικά”, σκέφτηκε. Ταυτόχρονα είχε ξεκινήσει η περιήγηση σε διάφορους ιστοτόπους, με στόχο την ενημέρωση για τα τελευταία συμβαίνοντα αναφορικά με την ομάδα του. Άλλη μια μέρα στη ρουτίνα, όντως. Τίποτα δεν αλλάζει. Σηκώνεται ράθυμα, βάζει καθαρή αλλαξιά, φορτώνεται με το πανωφόρι και ξεκινάει.
Με 10 απλωτές φτάνει στη στάση. Μπαίνει στο τροχοφόρο, που θα τον οδηγήσει στον προορισμό του, αφού διασχίσει τη μισή Α. Γίνεται ένας από τους πολλούς απρόσωπους του πλήθους. Από εκείνους τους γκρι ανθρώπους, που κοιτάνε άλλοτε νυσταγμένα, άλλοτε με κακεντρέχεια, άλλοτε με πλήρη επίδειξη μένους ή καλύτερα μίσους, το διπλανό ή τον απέναντί τους. Φορά το προσωπείο του. Προσπαθεί να κάνει την αναμονή πιο γλυκιά και ενδιαφέρουσα με μουσική. Επί ματαίω. “Παράξενη η ψυχολογία του πλήθους. Μοιάζουν όλοι τους με άτομα, που δε διαθέτουν κανένα σημείο επαφής. Σακιά με διαφορετικές καταβολές, διαφορετικές ιδεολογίες, ιδανικά. Κι όμως υπό τη σκέπη κάτι οικουμενικού, ενδεχομένως η συνοχή τους να άγγιζε το 100%”. Εκείνος δεν έμοιαζε με όλους εκείνους τους γκρι. Η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από δύο μοτίβα. Εκείνα του μαύρου και του άσπρου. Είχε μάθει να είναι των άκρων. Είτε θα γέλαγε από την ψυχή του, χαμογελώντας εγκάρδια, είτε το αντίθετο. Ο παρονομαστής ένας. Και τις δύο του καταστάσεις τις βίωνε στο έπακρο.
Τον τελευταίο καιρό το μαύρο τον κυρίευε. Εν μέρει λογικό. Όταν παραδίνεσαι στον κατακτητή, εκείνος σε καταδυναστεύει, κάνει επίδειξη δύναμης, σε συνθλίβει. Είχε έρθει η ώρα να κατέβει. Αργοπορημένος. Παράξενο για εκείνον και πολύ περισσότερο για τον άνθρωπο, που συναντά. Τον περιμένει ήδη ο Σ. Χαιρετιούνται εγκάρδια. Άλλωστε, είναι από τους λίγους ανθρώπους, που τον αντιλαμβάνονται ως οντότητα. Συζητούν. Για ομάδες, για κερκίδες, για οργανωμένους περισσότερο. Υπάρχουν κάποιες σταθερές, βάσει των οποίων τους κατατάσσουν. Το ιδεολογικό προκάλυμμα παίζει ρόλο καταλυτικό. Σε μια τέτοια δράση βρίσκονται. Για μια τέτοια δράση. Να στηρίξουν, να βοηθούν, να σταθούν εμπράκτως. Εμπραγμάτως, περιστασιακά. Με τη φυσική τους παρουσία και ενέργεια, σαφώς.
Έχει φτάσει σχεδόν απόγευμα. Ο πρώτος κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Διφυής. Είτε είχε σκοπό να συνδράμει παντοιοτρόπως, είτε να λάβει τη βοήθεια. Και τριγύρω πιτσιρίκια. Πρόσωπα αθώα. Πρόσωπα φωτεινά. Χαμογελαστά. Πρόσωπα παιδικά, με λαμπερά μάτια. Με απόθεμα κουράγιου. Με απύθμενη όρεξη για παιχνίδι και ζωή. Το μεσημεράκι είχε ξεκινήσει από το σπίτι χωρίς σκοπό. Απλά για να μη μείνει άλλη μια μέρα εγκλωβισμένος σε τέσσερις τοίχους. Τελικά, ο σκοπός και η λειτουργία του φανερώθηκε. Ήταν ίσως εκείνος, που ντύθηκε πριν λίγες ώρες ως ενδότερο κίνητρο για να τον ξεκολλήσει από την καρέκλα. Σημασία είχε ότι έπαιρνε υπόσταση μπροστά του. Ξαφνικά, το μαύρο του έγινε γκρι. Κι όσο παρατηρούσε τα μικρά να σπάνε το φράγμα του άγχους, του πόνου, της έλλειψης, τόσο περισσότερο φώτιζε η απόχρωση. Ώσπου μετατράπηκε σε λευκό. Πιο λευκό κι από εκείνο το λευκό στο κενό βλέμμα, που τόσες φορές είχε αντικρίσει και πίστευε πλέον ότι φέρει. Σαν μεταδοτική ασθένεια. Το στομάχι του κόμπος. “Είναι τρομερό το πόσο χαμόγελο κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη. Είναι απίστευτο το πόση ενέργεια εσωκλείει ένα χαμόγελο”. Αν μπορούσε, θα έμενε εκεί για πάντα. Να ψηλαφεί τα περιγράμματα της ευτυχίας των ανθρώπων εκείνων. Ανθρώπων, που έδιναν αγώνα για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους, αλλά δεν ξεχνούσαν να χαμογελούν. Να απελευθερώνουν ενέργεια και δύναμη. Και θέληση και πείσμα και αυταπάρνηση.
Αν μπορούσε θα έμενε εκεί για πάντα. Να βρει τον τρόπο να φέρει ξανά στην επιφάνεια την υποβόσκουσα ανάγκη του για δράση. Να την ποτίσει με ενέργεια και να την βαφτίσει ζωή. Να την πιάσει από το λαιμό, να στύψει την ενέργειά της και να τη γευτεί μέσα από την αδρεναλίνη, που ήταν πρόθυμη να του παράσχει. Ήταν ώρα να χωρίσουν. Εκείνος, ο Σ., τα παιδιά της δράσης. Εκείνα τα παιδιά, που έμοιαζαν τόσο διαφορετικά, αλλά ήταν δεμένοι περισσότερο κι από οικογένεια. Αν το σκεφτείς διαφορετικά ήταν οικογένεια. Γιατί είχαν κάτι, που στερούνται πολλές. Αλληλεγγύη, αλληλοσεβασμό, αυτενέργεια. Ο Σ. του πρότεινε να φύγουν μαζί με τη συγκοινωνία για να 'χουν την ευκαιρία να συζητήσουν λίγο παραπάνω. Αρνήθηκε ευγενικά. Του ανταπάντησε ότι θα κόψει σπίτι με τα πόδια.
Φόρεσε ακουστικά, έβαλε το σταθμό του και ξεκίνησε τη βόλτα του γυρισμού μέσα από τις αρτηρίες της Α., που εν τω μεταξύ έχανε το αυτόφωτο του ηλίου. Σπατάλη ενέργειας. Η μουσική δεν ήταν απαραίτητη. Δεν του έδινε κάτι. Σ' όλη τη διαδρομή της επιστροφής σκεφτόταν λέξεις, στις οποίες θα χωρούσαν τα όσα έζησε και αισθάνθηκε εκεί. Ήδη το λευκό είχε εξαφανιστεί και τη θέση του κατέλαβε το μαύρο. Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις λέξεις για να δώσει όσο πιο παραστατικά μπορούσε αυτό του το βίωμα. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν. Ο κόσμος πέρναγε γύρω του δίχως να τον αγγίζει, όπως ακριβώς το ρεύμα ενός ποταμού στο μέσο του οποίου είναι παλουκωμένο ένα κούτσουρο. Και βρέθηκε, ασυνείδητα, στην εξώθυρά του. Ανέβηκε απρόθυμα στο διαμέρισμα, έκατσε στην καρέκλα. Ο καφές είχε κρυώσει, η οθόνη του Η/Υ είχε παγώσει. Εγκλωβίστηκε ξανά στην αλληλουχία και τη συνέχεια των ψυχαναγκασμών, που τον ορίζουν. “Μα τί κάνω;”
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα δεν είναι συμπτωματική. Είναι εκούσια και στοχευμένη. Θα με ρωτήσετε τί σχέση έχει όλο αυτό το κατεβατό με τη Juventus και το Campionato. Η συνάφεια είναι τεράστια γιατί ό,τι φαίνεται και παρουσιάζεται δεν είναι. Γιατί οι “κακοί” είναι εκείνοι, που συνήθως δίνουν το είναι τους για το διπλανό τους, με κίνδυνο να μείνουν κενοί. Αυτό όμως δεν σημαίνει να είσαι άνθρωπος;
Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές σε άπαντες, με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία και ανθρωπιά. Φόρτσα!
Συνήθως από μια τέτοια μέρα δεν ξεκινάνε όλα; Από μια μέρα, που υπόσχεται λίγα. Είχε κανονίσει από το περασμένο βράδυ να βρεθεί με τον Σ. Καλός φίλος. Έχουν περάσει μήνες από την τελευταία φορά, που ειδώθηκαν. “Μακάρι κάτι να κυλήσει διαφορετικά”, σκέφτηκε. Ταυτόχρονα είχε ξεκινήσει η περιήγηση σε διάφορους ιστοτόπους, με στόχο την ενημέρωση για τα τελευταία συμβαίνοντα αναφορικά με την ομάδα του. Άλλη μια μέρα στη ρουτίνα, όντως. Τίποτα δεν αλλάζει. Σηκώνεται ράθυμα, βάζει καθαρή αλλαξιά, φορτώνεται με το πανωφόρι και ξεκινάει.
Με 10 απλωτές φτάνει στη στάση. Μπαίνει στο τροχοφόρο, που θα τον οδηγήσει στον προορισμό του, αφού διασχίσει τη μισή Α. Γίνεται ένας από τους πολλούς απρόσωπους του πλήθους. Από εκείνους τους γκρι ανθρώπους, που κοιτάνε άλλοτε νυσταγμένα, άλλοτε με κακεντρέχεια, άλλοτε με πλήρη επίδειξη μένους ή καλύτερα μίσους, το διπλανό ή τον απέναντί τους. Φορά το προσωπείο του. Προσπαθεί να κάνει την αναμονή πιο γλυκιά και ενδιαφέρουσα με μουσική. Επί ματαίω. “Παράξενη η ψυχολογία του πλήθους. Μοιάζουν όλοι τους με άτομα, που δε διαθέτουν κανένα σημείο επαφής. Σακιά με διαφορετικές καταβολές, διαφορετικές ιδεολογίες, ιδανικά. Κι όμως υπό τη σκέπη κάτι οικουμενικού, ενδεχομένως η συνοχή τους να άγγιζε το 100%”. Εκείνος δεν έμοιαζε με όλους εκείνους τους γκρι. Η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από δύο μοτίβα. Εκείνα του μαύρου και του άσπρου. Είχε μάθει να είναι των άκρων. Είτε θα γέλαγε από την ψυχή του, χαμογελώντας εγκάρδια, είτε το αντίθετο. Ο παρονομαστής ένας. Και τις δύο του καταστάσεις τις βίωνε στο έπακρο.
Τον τελευταίο καιρό το μαύρο τον κυρίευε. Εν μέρει λογικό. Όταν παραδίνεσαι στον κατακτητή, εκείνος σε καταδυναστεύει, κάνει επίδειξη δύναμης, σε συνθλίβει. Είχε έρθει η ώρα να κατέβει. Αργοπορημένος. Παράξενο για εκείνον και πολύ περισσότερο για τον άνθρωπο, που συναντά. Τον περιμένει ήδη ο Σ. Χαιρετιούνται εγκάρδια. Άλλωστε, είναι από τους λίγους ανθρώπους, που τον αντιλαμβάνονται ως οντότητα. Συζητούν. Για ομάδες, για κερκίδες, για οργανωμένους περισσότερο. Υπάρχουν κάποιες σταθερές, βάσει των οποίων τους κατατάσσουν. Το ιδεολογικό προκάλυμμα παίζει ρόλο καταλυτικό. Σε μια τέτοια δράση βρίσκονται. Για μια τέτοια δράση. Να στηρίξουν, να βοηθούν, να σταθούν εμπράκτως. Εμπραγμάτως, περιστασιακά. Με τη φυσική τους παρουσία και ενέργεια, σαφώς.
Έχει φτάσει σχεδόν απόγευμα. Ο πρώτος κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Διφυής. Είτε είχε σκοπό να συνδράμει παντοιοτρόπως, είτε να λάβει τη βοήθεια. Και τριγύρω πιτσιρίκια. Πρόσωπα αθώα. Πρόσωπα φωτεινά. Χαμογελαστά. Πρόσωπα παιδικά, με λαμπερά μάτια. Με απόθεμα κουράγιου. Με απύθμενη όρεξη για παιχνίδι και ζωή. Το μεσημεράκι είχε ξεκινήσει από το σπίτι χωρίς σκοπό. Απλά για να μη μείνει άλλη μια μέρα εγκλωβισμένος σε τέσσερις τοίχους. Τελικά, ο σκοπός και η λειτουργία του φανερώθηκε. Ήταν ίσως εκείνος, που ντύθηκε πριν λίγες ώρες ως ενδότερο κίνητρο για να τον ξεκολλήσει από την καρέκλα. Σημασία είχε ότι έπαιρνε υπόσταση μπροστά του. Ξαφνικά, το μαύρο του έγινε γκρι. Κι όσο παρατηρούσε τα μικρά να σπάνε το φράγμα του άγχους, του πόνου, της έλλειψης, τόσο περισσότερο φώτιζε η απόχρωση. Ώσπου μετατράπηκε σε λευκό. Πιο λευκό κι από εκείνο το λευκό στο κενό βλέμμα, που τόσες φορές είχε αντικρίσει και πίστευε πλέον ότι φέρει. Σαν μεταδοτική ασθένεια. Το στομάχι του κόμπος. “Είναι τρομερό το πόσο χαμόγελο κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη. Είναι απίστευτο το πόση ενέργεια εσωκλείει ένα χαμόγελο”. Αν μπορούσε, θα έμενε εκεί για πάντα. Να ψηλαφεί τα περιγράμματα της ευτυχίας των ανθρώπων εκείνων. Ανθρώπων, που έδιναν αγώνα για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους, αλλά δεν ξεχνούσαν να χαμογελούν. Να απελευθερώνουν ενέργεια και δύναμη. Και θέληση και πείσμα και αυταπάρνηση.
Αν μπορούσε θα έμενε εκεί για πάντα. Να βρει τον τρόπο να φέρει ξανά στην επιφάνεια την υποβόσκουσα ανάγκη του για δράση. Να την ποτίσει με ενέργεια και να την βαφτίσει ζωή. Να την πιάσει από το λαιμό, να στύψει την ενέργειά της και να τη γευτεί μέσα από την αδρεναλίνη, που ήταν πρόθυμη να του παράσχει. Ήταν ώρα να χωρίσουν. Εκείνος, ο Σ., τα παιδιά της δράσης. Εκείνα τα παιδιά, που έμοιαζαν τόσο διαφορετικά, αλλά ήταν δεμένοι περισσότερο κι από οικογένεια. Αν το σκεφτείς διαφορετικά ήταν οικογένεια. Γιατί είχαν κάτι, που στερούνται πολλές. Αλληλεγγύη, αλληλοσεβασμό, αυτενέργεια. Ο Σ. του πρότεινε να φύγουν μαζί με τη συγκοινωνία για να 'χουν την ευκαιρία να συζητήσουν λίγο παραπάνω. Αρνήθηκε ευγενικά. Του ανταπάντησε ότι θα κόψει σπίτι με τα πόδια.
Φόρεσε ακουστικά, έβαλε το σταθμό του και ξεκίνησε τη βόλτα του γυρισμού μέσα από τις αρτηρίες της Α., που εν τω μεταξύ έχανε το αυτόφωτο του ηλίου. Σπατάλη ενέργειας. Η μουσική δεν ήταν απαραίτητη. Δεν του έδινε κάτι. Σ' όλη τη διαδρομή της επιστροφής σκεφτόταν λέξεις, στις οποίες θα χωρούσαν τα όσα έζησε και αισθάνθηκε εκεί. Ήδη το λευκό είχε εξαφανιστεί και τη θέση του κατέλαβε το μαύρο. Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις λέξεις για να δώσει όσο πιο παραστατικά μπορούσε αυτό του το βίωμα. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν. Ο κόσμος πέρναγε γύρω του δίχως να τον αγγίζει, όπως ακριβώς το ρεύμα ενός ποταμού στο μέσο του οποίου είναι παλουκωμένο ένα κούτσουρο. Και βρέθηκε, ασυνείδητα, στην εξώθυρά του. Ανέβηκε απρόθυμα στο διαμέρισμα, έκατσε στην καρέκλα. Ο καφές είχε κρυώσει, η οθόνη του Η/Υ είχε παγώσει. Εγκλωβίστηκε ξανά στην αλληλουχία και τη συνέχεια των ψυχαναγκασμών, που τον ορίζουν. “Μα τί κάνω;”
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα δεν είναι συμπτωματική. Είναι εκούσια και στοχευμένη. Θα με ρωτήσετε τί σχέση έχει όλο αυτό το κατεβατό με τη Juventus και το Campionato. Η συνάφεια είναι τεράστια γιατί ό,τι φαίνεται και παρουσιάζεται δεν είναι. Γιατί οι “κακοί” είναι εκείνοι, που συνήθως δίνουν το είναι τους για το διπλανό τους, με κίνδυνο να μείνουν κενοί. Αυτό όμως δεν σημαίνει να είσαι άνθρωπος;
Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές σε άπαντες, με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία και ανθρωπιά. Φόρτσα!