23/12/14

Βήμα σ' έναν ψυχοπαθή.




Καφές. Όχι λόγω ανάγκης, αλλά εκ συνηθείας εκπορευόμενος. Οι επόμενες κινήσεις μηχανικές, αν όχι ενστικτώδεις. Εκκίνηση του Η/Υ, τακτοποίηση της καρέκλας και δίπλα η κούπα με το ζεστό ρόφημα. Άλλη μια μέρα μουντή, για τον ίδιο, ακόμη κι αν έξω έχει λιακάδα. Φαινομενικά, άλλη μια μέρα στη ρουτίνα του. Στις ίδιες νόρμες, που ζει τον τελευταίο καιρό, υποταγμένος πλήρως στα πρέπει κι όχι στα θέλω του.

Συνήθως από μια τέτοια μέρα δεν ξεκινάνε όλα; Από μια μέρα, που υπόσχεται λίγα. Είχε κανονίσει από το περασμένο βράδυ να βρεθεί με τον Σ. Καλός φίλος. Έχουν περάσει μήνες από την τελευταία φορά, που ειδώθηκαν. “Μακάρι κάτι να κυλήσει διαφορετικά”, σκέφτηκε. Ταυτόχρονα είχε ξεκινήσει η περιήγηση σε διάφορους ιστοτόπους, με στόχο την ενημέρωση για τα τελευταία συμβαίνοντα αναφορικά με την ομάδα του. Άλλη μια μέρα στη ρουτίνα, όντως. Τίποτα δεν αλλάζει. Σηκώνεται ράθυμα, βάζει καθαρή αλλαξιά, φορτώνεται με το πανωφόρι και ξεκινάει.

Με 10 απλωτές φτάνει στη στάση. Μπαίνει στο τροχοφόρο, που θα τον οδηγήσει στον προορισμό του, αφού διασχίσει τη μισή Α. Γίνεται ένας από τους πολλούς απρόσωπους του πλήθους. Από εκείνους τους γκρι ανθρώπους, που κοιτάνε άλλοτε νυσταγμένα, άλλοτε με κακεντρέχεια, άλλοτε με πλήρη επίδειξη μένους ή καλύτερα μίσους, το διπλανό ή τον απέναντί τους. Φορά το προσωπείο του. Προσπαθεί να κάνει την αναμονή πιο γλυκιά και ενδιαφέρουσα με μουσική. Επί ματαίω. “Παράξενη η ψυχολογία του πλήθους. Μοιάζουν όλοι τους με άτομα, που δε διαθέτουν κανένα σημείο επαφής. Σακιά με διαφορετικές καταβολές, διαφορετικές ιδεολογίες, ιδανικά. Κι όμως υπό τη σκέπη κάτι οικουμενικού, ενδεχομένως η συνοχή τους να άγγιζε το 100%”. Εκείνος δεν έμοιαζε με όλους εκείνους τους γκρι. Η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από δύο μοτίβα. Εκείνα του μαύρου και του άσπρου. Είχε μάθει να είναι των άκρων. Είτε θα γέλαγε από την ψυχή του, χαμογελώντας εγκάρδια, είτε το αντίθετο. Ο παρονομαστής ένας. Και τις δύο του καταστάσεις τις βίωνε στο έπακρο.

Τον τελευταίο καιρό το μαύρο τον κυρίευε. Εν μέρει λογικό. Όταν παραδίνεσαι στον κατακτητή, εκείνος σε καταδυναστεύει, κάνει επίδειξη δύναμης, σε συνθλίβει. Είχε έρθει η ώρα να κατέβει. Αργοπορημένος. Παράξενο για εκείνον και πολύ περισσότερο για τον άνθρωπο, που συναντά. Τον περιμένει ήδη ο Σ. Χαιρετιούνται εγκάρδια. Άλλωστε, είναι από τους λίγους ανθρώπους, που τον αντιλαμβάνονται ως οντότητα. Συζητούν. Για ομάδες, για κερκίδες, για οργανωμένους περισσότερο. Υπάρχουν κάποιες σταθερές, βάσει των οποίων τους κατατάσσουν. Το ιδεολογικό προκάλυμμα παίζει ρόλο καταλυτικό. Σε μια τέτοια δράση βρίσκονται. Για μια τέτοια δράση. Να στηρίξουν, να βοηθούν, να σταθούν εμπράκτως. Εμπραγμάτως, περιστασιακά. Με τη φυσική τους παρουσία και ενέργεια, σαφώς.

Έχει φτάσει σχεδόν απόγευμα. Ο πρώτος κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Διφυής. Είτε είχε σκοπό να συνδράμει παντοιοτρόπως, είτε να λάβει τη βοήθεια. Και τριγύρω πιτσιρίκια. Πρόσωπα αθώα. Πρόσωπα φωτεινά. Χαμογελαστά. Πρόσωπα παιδικά, με λαμπερά μάτια. Με απόθεμα κουράγιου. Με απύθμενη όρεξη για παιχνίδι και ζωή. Το μεσημεράκι είχε ξεκινήσει από το σπίτι χωρίς σκοπό. Απλά για να μη μείνει άλλη μια μέρα εγκλωβισμένος σε τέσσερις τοίχους. Τελικά, ο σκοπός και η λειτουργία του φανερώθηκε. Ήταν ίσως εκείνος, που ντύθηκε πριν λίγες ώρες ως ενδότερο κίνητρο για να τον ξεκολλήσει από την καρέκλα. Σημασία είχε ότι έπαιρνε υπόσταση μπροστά του. Ξαφνικά, το μαύρο του έγινε γκρι. Κι όσο παρατηρούσε τα μικρά να σπάνε το φράγμα του άγχους, του πόνου, της έλλειψης, τόσο περισσότερο φώτιζε η απόχρωση. Ώσπου μετατράπηκε σε λευκό. Πιο λευκό κι από εκείνο το λευκό στο κενό βλέμμα, που τόσες φορές είχε αντικρίσει και πίστευε πλέον ότι φέρει. Σαν μεταδοτική ασθένεια. Το στομάχι του κόμπος. “Είναι τρομερό το πόσο χαμόγελο κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη. Είναι απίστευτο το πόση ενέργεια εσωκλείει ένα χαμόγελο”. Αν μπορούσε, θα έμενε εκεί για πάντα. Να ψηλαφεί τα περιγράμματα της ευτυχίας των ανθρώπων εκείνων. Ανθρώπων, που έδιναν αγώνα για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους, αλλά δεν ξεχνούσαν να χαμογελούν. Να απελευθερώνουν ενέργεια και δύναμη. Και θέληση και πείσμα και αυταπάρνηση.

Αν μπορούσε θα έμενε εκεί για πάντα. Να βρει τον τρόπο να φέρει ξανά στην επιφάνεια την υποβόσκουσα ανάγκη του για δράση. Να την ποτίσει με ενέργεια και να την βαφτίσει ζωή. Να την πιάσει από το λαιμό, να στύψει την ενέργειά της και να τη γευτεί μέσα από την αδρεναλίνη, που ήταν πρόθυμη να του παράσχει. Ήταν ώρα να χωρίσουν. Εκείνος, ο Σ., τα παιδιά της δράσης. Εκείνα τα παιδιά, που έμοιαζαν τόσο διαφορετικά, αλλά ήταν δεμένοι περισσότερο κι από οικογένεια. Αν το σκεφτείς διαφορετικά ήταν οικογένεια. Γιατί είχαν κάτι, που στερούνται πολλές. Αλληλεγγύη, αλληλοσεβασμό, αυτενέργεια. Ο Σ. του πρότεινε να φύγουν μαζί με τη συγκοινωνία για να 'χουν την ευκαιρία να συζητήσουν λίγο παραπάνω. Αρνήθηκε ευγενικά. Του ανταπάντησε ότι θα κόψει σπίτι με τα πόδια.

Φόρεσε ακουστικά, έβαλε το σταθμό του και ξεκίνησε τη βόλτα του γυρισμού μέσα από τις αρτηρίες της Α., που εν τω μεταξύ έχανε το αυτόφωτο του ηλίου. Σπατάλη ενέργειας. Η μουσική δεν ήταν απαραίτητη. Δεν του έδινε κάτι. Σ' όλη τη διαδρομή της επιστροφής σκεφτόταν λέξεις, στις οποίες θα χωρούσαν τα όσα έζησε και αισθάνθηκε εκεί. Ήδη το λευκό είχε εξαφανιστεί και τη θέση του κατέλαβε το μαύρο. Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις λέξεις για να δώσει όσο πιο παραστατικά μπορούσε αυτό του το βίωμα. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν. Ο κόσμος πέρναγε γύρω του δίχως να τον αγγίζει, όπως ακριβώς το ρεύμα ενός ποταμού στο μέσο του οποίου είναι παλουκωμένο ένα κούτσουρο. Και βρέθηκε, ασυνείδητα, στην εξώθυρά του. Ανέβηκε απρόθυμα στο διαμέρισμα, έκατσε στην καρέκλα. Ο καφές είχε κρυώσει, η οθόνη του Η/Υ είχε παγώσει. Εγκλωβίστηκε ξανά στην αλληλουχία και τη συνέχεια των ψυχαναγκασμών, που τον ορίζουν. “Μα τί κάνω;”


*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα δεν είναι συμπτωματική. Είναι εκούσια και στοχευμένη. Θα με ρωτήσετε τί σχέση έχει όλο αυτό το κατεβατό με τη Juventus και το Campionato. Η συνάφεια είναι τεράστια γιατί ό,τι φαίνεται και παρουσιάζεται δεν είναι. Γιατί οι “κακοί” είναι εκείνοι, που συνήθως δίνουν το είναι τους για το διπλανό τους, με κίνδυνο να μείνουν κενοί. Αυτό όμως δεν σημαίνει να είσαι άνθρωπος;

Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές σε άπαντες, με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία και ανθρωπιά. Φόρτσα!

25/10/14

Εξερευνώντας τη «Μέση Γη».



Στο μυθιστόρημα του J.R.R. Tolkien, «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», ως Μέση Γη ορίζεται ο τόπος, όπου το μαγικό συναντά το πραγματικό. Για τους μύστες του ποδοσφαίρου το μέσο της γρασιδένιας γης είναι ο χώρος, από τον οποίο πολλοί μάγοι του αθλήματος εφορμούσαν και εφορμούν ακόμη. Η μεσαία γραμμή, η Μέση Γη των ποδοσφαιρόφιλων, είναι το λίκνο της ποδοσφαιρικής μαγείας και ευφυΐας. Η κυριαρχούσα αντίληψη θέλει την ισχυρή ομάδα αφενός να χτίζεται από πίσω προς τα εμπρός και αφετέρου να καταφέρει να δομήσει ένα αξιόμαχο, δυναμικό και συμπαγές κέντρο. Άποψη με απόλυτα αληθή βάση.

Η σημασία.
Διαχρονικά, η ύπαρξη δυνατής μεσαίας γραμμής θεωρείτο το εφαλτήριο για την κατάκτηση τίτλων. Ο χαρακτήρας του κέντρου εξουσίας, κατά πολλούς, της ποδοσφαιρικής ομάδας είναι πολυσήμαντος και πολυδιάστατος. Στο αμυντικό σκέλος είναι ο τοίχος, πάνω στον οποίο προσκρούει το πρώτο κύμα επίθεσης των αντιπάλων. Στο επιθετικό κομμάτι, από το κέντρο ο στρατηγός της ομάδας και το επιτελείo του μοιράζουν κατευθύνσεις στο υπόλοιπο δυναμικό της ομάδας με στόχο την επίτευξη τέρματος.

Σταδιακά και προϊόντος του χρόνου, τα συστήματα με τριπύρηνο κέντρο κερδίζουν έδαφος έναντι εκείνων με δύο χαφ είτε στην ευθεία (κλασικό 4-4-2) είτε το ένα πίσω από το άλλο (4-4-2 με κλειστό ή ανοιχτό ρόμβο). Η κυριαρχία της Barcelona, για μια πενταετία, πλάι στις πολλές, μεγάλες, ριζικές και πολυεπίπεδες αλλαγές που επέφερε, ανασημασιοδότησε το χαρακτήρα της μεσαίας γραμμής, επαναδιαπραγματεύτηκε τους ρόλους και τα χαρακτηριστικά των ποδοσφαιριστών, ανοίγοντας μια νέα οδό προς την πολυπλοκότητα. Όλα αυτά βασίστηκαν στην αντίληψη του Guardiola για το ποδόσφαιρο κατοχής, το οποίο επί θητείας του ήταν το βασικό μέσο άμυνας και εξουθένωσης του αντιπάλου.

Η εφαρμογή των τύπων στη Juventus.
Ο Conte, ως παλιός μέσος, όταν ανέλαβε το 2011 τα ηνία της ομάδας αντιλήφθηκε πώς το μέχρι πρότινος προσφιλές του 4-2-4 δεν ήταν το ιδανικό σύστημα για μια ομάδα, η οποία ήθελε να επιστρέψει στον πρωταθλητισμό και να επανακτήσει το dna του νικητή. Έτσι, στράφηκε σε σύστημα με τρεις μέσους – αρχικά στο 4-3-3 κι έπειτα στο 3-5-2. Η συλλογή των απαραίτητων κομματιών έγινε αργά και σταδιακά, ενώ τέτοια προστίθενται στο παζλ ακόμη και σήμερα. Εκείνο το καλοκαίρι, εν αρχή ην ο Marchisio. Ένας χαφ, που σπάνια αγωνιζόταν στη φυσική του θέση. Παράλληλα, αποκτήθηκαν ο Pirlo ως ελεύθερος από τη Milan και ο Vidal έναντι μόλις 12,5 εκατομμυρίων από τη Bayer Leverkusen, καθώς το συμβόλαιό του έληγε. Το επόμενο καλοκαίρι ένας ταλαντούχος νεαρός Γάλλος μέσος ονόματι Paul Pogba πέρασε το κατώφλι του Vinovo, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, ως ελεύθερος επίσης, ενώ την περασμένη μετεγγραφική περίοδο ο Roberto Pereyra έκανε τη συνήθη διαδρομή Udine-Torino, με τη μορφή δανεισμού το κόστος του οποίου ανήλθε στο 1 εκατομμύριο ευρώ. Η συνολική δαπάνη για τη δημιουργία αυτού του ποιοτικού και αξιόμαχου κέντρου ανήλθε σε 13,5 εκατομμύρια ευρώ σε περίοδο τεσσάρων ετών. Διόλου άσχημα.

Ο μαέστρος.
Μαζί με το μεγάλο capitano, Alex Del Piero, ο Andrea Pirlo είναι ό,τι πιο δαντελένιο και φινετσάτο πέρασε από τη Juventus τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηρίζεται ως η μετεγγραφή, που άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία του Campionato. Όχι άδικα. Μετά από μία κακή σεζόν στη Milan το 2010-11, αναδείχθηκε σε δημιουργικό αναμορφωτή και ηγέτη στο κέντρο για τη La Madama. Κυρίως όμως έφερε τον αέρα του πρωταθλητή και μπόλιασε τους συμπαίκτες του με τη νοοτροπία του νικητή, που διέπει όλη την καριέρα του. Μαζί με τον Conte κατόρθωσαν να αλλάξουν ριζικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο Torino. Το πρώτο πρωτάθλημα, στο οποίο ήταν ο απόλυτος καταλύτης και ήρθε με δική του σφραγίδα,  αποτέλεσε το turning point για μια ομάδα βυθισμένη στην παρακμή, τη μιζέρια και την εσωστρέφεια. Η επιρροή του, βάσει των προπονητικών οδηγιών, στο παιχνίδι της Juventus είναι τεράστια, γεγονός, που τον τρέπει σε ακρογωνιαίο λίθο της ομάδας ακόμη και στα 35 του χρόνια. Δημιουργεί, σκοράρει, κρίνει αγώνες με μια κάθετη πάσα, με ένα χτύπημα φάουλ. Όταν εκείνος απουσιάζει ή είναι εκτός φόρμας, παρουσιάζεται μια ιδιότυπη δημιουργική στειρότητα. Πλέον, ευρισκόμενος στη δύση της μεγάλης και λαμπρής καριέρας του καλείται να πάρει μια σημαντική απόφαση, καθώς τα σημάδια του χρόνου επάνω του είναι πλέον εμφανή. Είτε θα αποδεχτεί την πραγματικότητα, κάνοντας ένα βήμα πίσω, αποχωρώντας από την Εθνική Ιταλίας και παίζοντας λιγότερα παιχνίδια μέσα στη χρονιά, με σκοπό να επιμηκύνει την ποδοσφαιρική ζωή του, είτε θα δώσει ένα τέλος, το οποίο δεν θα του αρμόζει, μουτζουρώνοντας έστω και ελάχιστα την κρυστάλλινη εικόνα της μεγαλειώδους διαδρομής του.

Το μηχανάκι.
Αν και δεν είχε την εξέλιξη, που όλοι θέλαμε και περιμέναμε, ο Claudio Marchisio αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο για την ομάδα μας. Η διαδρομή του ταραχώδης. Δυστυχώς για τον ίδιο, βγήκε στον αφρό σε μια περίοδο δύσκολη για τους Τορινέζους, γεγονός που επηρέασε σε βαθμό απόλυτο την φυσιογνωμία του στο τερέν. Αγωνίστηκε σε πληθώρα θέσεων και χρησιμοποιήθηκε σε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους. Έτσι, θυμίζει ποδοσφαιρικό υβρίδιο, καθώς διαθέτει χαρακτηριστικά οργανωτή, αμυντικού μέσου, αλλά και box to box παίκτη, όλα σε ικανοποιητικό βαθμό, όχι όμως και στο μέγιστο. Επιπλέον, η έλλειψη ενός ποδοσφαιριστή-μέντορα για τον ίδιο έπαιξε εξέχοντα ρόλο στο μη καθορισμό προτεραιοτήτων στο παιχνίδι του. Χαρακτηριστική είναι η αδυναμία κατάταξής του σε μια ποδοσφαιρική νόρμα, ακόμη και σήμερα.

Η αστάθεια, οι πολλές μεταπτώσεις στην απόδοσή του, αλλά και οι ατυχείς τραυματισμοί, που τον ταλαιπώρησαν κατά καιρούς, δεν επέτρεψαν στον Claudio να παγιωθεί στη συνείδηση του απλού ποδοσφαιρικού κόσμου ως ένας ποιοτικός κεντρικός μέσος. Συν τοις άλλοις, διόγκωσαν το έλλειμμα αυτοπεποίθησης και αποφασιστικότητας, που τον διακρίνει. Ο φετινός ρόλος, που του επιφύλασσε ο προπονητής για να καλύψει το κενό του Pirlo, εν τη απουσία του τελευταίου, έμοιαζε ταιριαστός για τον ίδιο. Αν και υστερεί σε τεχνική κατάρτιση και δημιουργικότητα συγκρινόμενος με τον ιθύνοντα νου της ομάδας, κάλυψε τις όποιες αδυναμίες του στο ρόλο του regista με το αδιάκοπο τρέξιμό του, το πάθος, την εργατικότητα και τις πολύ καλές και γρήγορες πρώτες μεταβιβάσεις. Δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε μάλιστα ότι η απόδοση του Marchisio στο συγκεκριμένο ρόλο και χώρο ήταν μια από τις αιτίες, που η Juve διατήρησε την εστία της ανέπαφη στις πρώτες αγωνιστικές του πρωταθλήματος.


      



Ο «τα κάνω όλα και συμφέρω».
Τρέχει, μαρκάρει, δημιουργεί, σκοράρει. Η αδυναμία απόκτησης του Inler από την Udinese είναι, ίσως, η πιο ευτυχής συγκυρία για την ομάδα του Torino. Οι υπερβολικές αξιώσεις της ομάδας του Udine, αλλά και το ενδιαφέρον της Napoli, που θα τροφοδοτούσε μια διαδικασία πλειστηριασμού, έκαναν τους Marotta και Paratici να στραφούν στο Arturo Vidal. Με το καλημέρα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της εύρυθμης λειτουργίας του κέντρου, ενώ ο ρόλος του αποδεικνύεται απόλυτα λειτουργικός και καίριος, καθώς είναι επί της ουσίας ο πραιτοριανός του Pirlo, του οποίου τα ελλιπή τρεξίματα καλύπτει στη διάρκεια των αγώνων. Στην τριετία του Conte, εξέλιξε σημαντικά το παιχνίδι του, προσθέτοντας στοιχεία δημιουργικά και επιτελικά «δίπλα» στα καθαρά ανασταλτικά, που διέθετε ήδη. Τη στιγμή, που μιλάμε είναι ο πιο πολυδιάστατος μέσος στον πλανήτη κι ο μόνος, που θα μπορούσε να φέρει τον εντελώς αδόκιμο τίτλο του Box to box anchor man. Η φετινή χρονιά του μέχρι τώρα είναι ανάξια αναφοράς, καθώς ο περσινός τραυματισμός του στο γόνατο, το χειρουργείο που ακολούθησε, η, σε χρόνο εξπρές, αποθεραπεία του και η απουσία του κατά την περίοδο της προετοιμασίας δεν του έχουν επιτρέψει να πιάσει τα συνηθισμένα υψηλά του standard. Παρά ταύτα, μαζί με τον Pogba είναι τα δύο λαμπρότερα κοσμήματα του στέμματος της Vecchia Signora και οι μόνοι, που μπορούν να χαρακτηριστούν unsellable.

Η χρυσή αποκάλυψη.
Ο έτερος των Διόσκουρων. Όταν το 2012 έφτανε ελεύθερος στο Torino, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη, που θα είχε ο 19χρονος, τότε, Γάλλος. Ο ψηλόλιγνος έφηβος, με το νεύρο, τον τσαμπουκά και τη δίψα του για επιτυχία και καταξίωση κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να τραπεί από ελπιδοφόρος σε απαραίτητος για τη μηχανή της Juve. Η εξαιρετική τεχνική κατάρτισή του, τα δυνατά του πόδια, ο μεγάλος διασκελισμός του και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του, προσιδιάζουν σε οργανωτή, που πατά συχνά στην αντίπαλη περιοχή κι έχει την ικανότητα να απειλεί από μέση και μακρινή απόσταση. Στα προτερήματά του η θέλησή του να μαθαίνει από τους εμπειρότερους συμπαίκτες του και να ενσωματώνει στο αγωνιστικό του στυλ κάποια από τα στοιχεία, που τους κάνουν να ξεχωρίζουν. Καλύτερος παίκτης του Mundial Νέων το 2013, το οποίο κατέκτησε με τη χώρα του, Golden Boy της ίδιας χρονιάς, ενώ βραβεύτηκε και ως καλύτερος νέος παίκτης του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βραζιλίας. Τείνει να εξελιχθεί σε ηγέτη της μεσαίας γραμμής της Γαλλίας, η οποία δε στερείται ποιότητας. Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πώς είναι ακόμη παίκτης υπό διαμόρφωση. Τα περιθώρια εξέλιξής του είναι πολύ μεγάλα, λόγω ταλέντου και ηλικίας, χρειάζεται όμως περισσότερη ωριμότητα ώστε να γίνει πιο ουσιαστικός και λιγότερο φλύαρος στο παιχνίδι του. Αυτή όμως θα έρθει με τον καιρό. Πρόθεση της διοίκησης μετά την προχθεσινή ανανέωση του συμβολαίου του, με ηγεμονικούς όρους, είναι να τον ανάγει σε ηγέτη στη μεσαία γραμμή τα επόμενα χρόνια. Δείγμα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, την οποία μένει να δούμε αν ο Pogba θα ανταποδώσει.

Ο ψαρωμένος.
Δεν είναι ο νεαρότερος, αλλά ο νεότερος στη συγκεκριμένη παρέα. Ο λόγος για το Roberto Pereyra, που αποκτήθηκε ως δανεικός το καλοκαίρι από τους Friulani. Το δείγμα του είναι μικρό, δε μπορεί να χαρακτηριστεί αντιπροσωπευτικό, αλλά είναι πέρα για πέρα ενθαρρυντικό. Το παιχνίδι του χαρακτηρίζουν το αδιάκοπο τρέξιμο, τα καλά τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και κακά τελειώματα των φάσεων. Πρέπει να του δοθεί χρόνος τακτικής προσαρμογής στο νέο του ρόλο. Είναι φιλότιμος και η πολλή και σκληρή δουλειά, που απαιτείται για να καταφέρει να σταθεί σε ομάδα επιπέδου Juventus, πιστεύω, προσωπικά, πώς θα έρθει εις πέρας. Μοναδικό αρνητικό της υπόθεσης είναι το ύψος της option αγοράς του – 15 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο για τα περιορισμένα οικονομικά της Juventus του Agnelli είναι απαγορευτικό.

Τα τρωτά…
Μελανό σημείο από το 2011 κι έπειτα είναι η υπερεξάρτηση, που παρουσιάζει η Juventus από συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Pirlo δημιουργικά και Vidal ανασταλτικά και σε επίπεδο δυναμισμού. Η έξη αυτή τείνει να γίνει περισσότερο επιζήμια παρά ωφέλιμη. Επιπλέον, το roster παρουσιάζει μια έλλειμμα επιθετικού και δημιουργικού ταλέντου, που ισχυρισμός που παίρνει σάρκα και οστά κάθε φορά που λείπει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο μέσος από τη Brescia. Η απουσία ενός επιβλητικού ηγέτη στο χώρο του κέντρου είναι εμφανής. Ο Pirlo ποτέ του δεν ήταν 100% ηγέτης, ο Χιλιανός τώρα μπαίνει στο ρόλο, ενώ οι έτεροι τρεις του κέντρου επ’ ουδενί δε μπορούν να θεωρηθούν τέτοιοι, ο καθείς για τους λόγους του. Τέλος, σημαντικό αγκάθι μοιάζει να είναι η μερική ανεπάρκεια σε βάθος πάγκου, παράγοντας, που επηρεάζει την απόδοση της ομάδας στις τρεις διαφορετικές διοργανώσεις, στις οποίες συμμετέχει.

…και οι αστοχίες.
Παρατηρείται ασάφεια όσον αφορά τους διακριτούς ρόλους και τα οριοθετημένα καθήκοντα των μέσων. Το κέντρο μοιάζει χτισμένο με πλίνθους ατάκτως ερριμμένους, με την τριάδα να συμμετέχει και στις δύο φάσεις του παιχνιδιού ανεξαρτήτως οδηγιών. Ο ορισμός της σύγχυσης. Οι παίκτες, που το αποτελούν  έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Τοιουτοτρόπως δημιουργείται ένα εντελώς ετερόκλητο group. Δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία, η πληθώρα διαφορετικών ποιοτικά λύσεων επιτρέπει την υιοθέτηση διαφορετικής προσέγγισης ανάλογα με τη φύση και την εξέλιξη ενός αγώνα. Από την άλλη, εμφανίζεται μια αδυναμία αποκρυστάλλωσης ενός συγκεκριμένου αγωνιστικού στυλ, το οποίο θα χρησιμεύσει ως εξελικτική βάση για τη Juventus. Η βασική όμως αστοχία έγκειται στο στον προσανατολισμό του μετεγγραφικού σχεδιασμού, ο οποίος ακολουθεί παρελθούσες πεπατημένες. Η εμμονική αναζήτηση ενός πανομοιότυπου αντικαταστάτη του Pirlo θα οδηγήσει σε αδιέξοδο, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Ο Ιταλός είναι σπάνια πάστα ποδοσφαιριστή και αγωνίζεται σ’ έναν ιδιαίτερο ρόλο. Είναι επιτέλους ώρα για την υιοθέτηση ενός πιο γρήγορου και σύγχρονου αγωνιστικού στυλ, γεγονός που απαιτεί την απόκτηση ενός οργανωτή με διαφορετικά χαρακτηριστικά και αρετές, αλλά και κόψιμο του ομφάλιου λώρου που συνδέει την ομάδα και τον Pirlo. Οι μετεγγραφικές ολιγωρίες δεν είναι λίγες επίσης. Από την περίπτωση του Verratti, που κρίθηκε ακριβός πριν 2 χρόνια, σ’ εκείνη του Nainggolan, που προτιμήθηκε να μην προχωρήσει, αλλά και σε αυτές των Baselli και Rabiot, που μάλλον χάνονται. Ιστορίες διαφορετικές, που έχουν κοινό παρονομαστή· εάν οι συγκεκριμένοι παίκτες ή ορισμένοι εξ’ αυτών είχαν αποκτηθεί, ίσως μιλάγαμε για το πιο δυνατό και μεστό κέντρο πανευρωπαϊκά.

Δογματική επιβολή και μπαλαντέρ.
Η ποιότητα των κεντρικών μέσων μετέτρεψε τη μεσαία γραμμή σε καρδιά της Juventus, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από τα μετόπισθεν, απ’ όπου παραδοσιακά πήγαζε η δύναμή της. Βασικός άξονας και πυλώνας πλέον είναι η τριάδα του κέντρου, η οποία αποκλείει τη χρήση διαφορετικής φύσεως συστημάτων, ανεξαρτήτως προπονητή. Η απόκτηση 2 ισάξιων παικτών για κάθε θέση και ρόλο είναι επιβεβλημένη για καλύτερο και αποδοτικότερο rotation, που θα προσδώσει περισσότερη φρεσκάδα, τρεξίματα και το στοιχείο του απρόβλεπτου, που τόσο έχει λείψει τα τελευταία χρόνια. Ο αστάθμητος παράγοντας της υπόθεσης είναι Γκανέζος. Σε περίπτωση απόκτησης ενός ακόμη κανονικού αριστερού οπισθοφύλακα ο Asamoah θα περάσει ξανά στη θέση, στην οποία τον μάθαμε, προσθέτοντας τα πληθωρικά φυσικά του προσόντα στην υπηρεσία των υπολοίπων χαφ.

Κλείνοντας ένα ακόμη κείμενο, ελπίζω να παρουσίασα με τον καλύτερο τρόπο την ποιότητα, τις αρετές αλλά και τις ελλείψεις, που χαρακτηρίζουν τη μεσαία γραμμή της Juventus. Σκόπιμα παρέλειψα την αναφορά των Marrone και Padoin, καθώς ο πρώτος ενώ διαθέτει εξαιρετικά φυσικά προσόντα και τεχνικές προδιαγραφές, έμεινε στάσιμος και δε έχει δείξει το παραμικρό και ο δεύτερος είναι ο παίκτης, που όλοι μας αγαπάμε να μισούμε. Η διοίκηση κινείται με γνώμονα το καλό του συλλόγου, έχοντας ήδη αποκτήσει το δυναμικό νεαρό μέσο Sturaro, ο οποίος έμεινε δανεικός στη Genoa για τη φετινή σεζόν με στόχο να πάρει παιχνίδια. Μένει να δούμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον και αν θα ανταποκριθούν οι κινήσεις της διοίκησης στις αυξημένες απαιτήσεις των οπαδών. Μόνος κριτής ο χρόνοςι.

*Σ’ αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι με στηρίζουν από την πρώτη μέρα, που άνοιξε αυτό το blog πειραματικά, σαν σήμερα πριν ένα χρόνο. Ελπίζω να ‘χω φανεί αντάξιος των προσδοκιών σας μέχρι τώρα και να είδαμε μαζί πώς το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο όμορφο, όταν το παρακολουθούμε μέσα από ένα πιο αντικειμενικό πρίσμα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, μέσα από την καρδιά μου, για τα παιδιά, που ενώ δεν ασχολούνται ούτε με τη Juventus, ούτε με το Campionato, ακολουθούν, εκτιμούν και αναμένουν με «αγωνία» update στο blog. Αν δεν υπήρχατε εσείς, πιστέψτε με, η προσπάθεια θα είχε εγκαταλειφθεί στα μισά. Grazie!


Φόρτσα!

17/10/14

Όταν ο Pogba δείχνει το δρόμο…



… κι αρνείσαι να τον αντιμετωπίσεις ως τη μοναδική ενδεδειγμένη λύση, τότε υπάρχει πρόβλημα αντίληψης. Ο 21χρονος Γάλλος, μαζί με το Vidal, είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί μετεγγραφικά στη La Madama, από το 2006 και μετά. Η περίπτωσή του ενσαρκώνει στο έπακρο τις επιταγές του ποδοσφαίρου του 21ου αιώνα. Νεαρός, πολύ ταλέντο, τεράστια περιθώρια εξέλιξης, φιλοδοξία, αλλά και νεανική τρέλα και παρόρμηση. Μείγμα εκρηκτικό, που σε περίπτωση σωστής στεγανοποίησης σ’ ένα παίκτη μυαλωμένο, μπορεί να αποφέρει τον επόμενο σταρ του αθλήματος. Η λογική έλεγε ότι η αλματώδης εξέλιξη του νεαρού μέσου θα έστρεφε τα βλέμματα της Juventus στην επανάληψη της ίδιας νόρμας, που ακολουθήθηκε με τον Pogba. Παρά ταύτα, διοικούντες και προπονητικό επιτελείο έμειναν να ατενίζουν την ωρίμανση του Γάλλου παικταρά, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν πώς η περίπτωσή του άνοιξε στην ομάδα του Τορίνο μια νέα πόρτα, που έως τότε έμενε σφραγισμένη ερμητικά. Οι bianconeri τράπηκαν μέσα σε διάστημα ενός έτους από μεγάλο ευρωπαϊκό club, που ανακάμπτει σε μεγάλο ευρωπαϊκό club, που δίνει ευκαιρίες σε ταλαντούχους παίκτες, ώστε εκείνοι να αναδειχθούν. Μεγάλη υπόθεση, δεδομένου ότι οι νεαροί είναι, πλέον, πιο επιλεκτικοί με τις ομάδες, που τους παρακολουθούν, αποζητώντας την καλύτερη δυνατή επιλογή για την εξέλιξή τους.

Το κεκτημένο πλεονέκτημα αυτό τείνει να απολεσθεί. Η έλλειψη ξεκάθαρου πλάνου, η σύγχυση ιδεών, ο φόβος, που πηγάζει από την ανασφάλεια, οδηγούν την κεφαλή του συλλόγου σε μια άνευ προηγουμένου παρωχημένη πολιτική στο αθλητικό κομμάτι. Το πρόβλημα είναι πολυεπίπεδο, με πολλές από τις εκφάνσεις του να μοιάζουν με συγκοινωνούντα δοχεία.

Το κορεσμένο και μέτριο ποιοτικά roster, η ανικανότητα κι ο «συνωστισμός».
Το έμψυχο δυναμικό της ομάδας, στα μάτια μου, δείχνει να χωλαίνει. Η ανάλυση των προβλημάτων του ενδελεχώς, μπορεί να πάρει ώρες κουβέντας. Αρχικά, ο αριθμός των παικτών που το απαρτίζουν είναι μεγάλος. 27 επαγγελματίες παίκτες κι ο αριθμός αυτός μεγαλώνει, προσθέτοντας και τους παίκτες από την Primavera, που προπονούνται με την πρώτη ομάδα. Συνήθως, τα μικρά και ευέλικτα group λειτουργούν καλύτερα και αναπτύσσουν μεγαλύτερη ομοιογένεια. Στη Juventus συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Άρα, διαπιστώνεται πρόβλημα. Επιπλέον, πολλοί από τους 27 αυτούς παίκτες, είτε είναι ανεπαρκείς για μια ομάδα, που θέλει να κάνει το επόμενο βήμα της και στην Ευρώπη, είτε έχουν κορεστεί από τις πρόσφατες επιτυχίες και έτσι αδυνατούν να προσφέρουν το κάτι παραπάνω στο σύνολο. Δε μπορεί φυσικά, να παραγνωριστεί το γεγονός ότι συγκεκριμένοι παίκτες έχουν ταβάνι μικρομεσαίας ιταλικής ομάδας, είναι μέτριοι ποιοτικά και τακτικά και υπάρχουν στο σύλλογο ως αριθμοί. Τέλος, εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο μέσος όρος ηλικίας της Juventus. Τα 28,5 έτη είναι ο μεγαλύτερος ηλικιακός μέσος όρος ομάδας αυτή τη στιγμή στο Campionato. Την κορυφή μοιράζονται από κοινού, Atalanta, Chievo Verona και Juventus. Τρωτό σημείο, καθότι πέραν των επιτυχιών, ο πάταγος ενδεχομένως, που θα προκληθεί από την κατάρρευση αυτού του εύθραυστου οικοδομήματος θα είναι παρόμοιας έντασης με εκείνους των Inter και Milan. Η ανανέωση τους δεν έγινε σταδιακά και ομαλά, καθώς τα προβλήματα κρύβονταν κάτω από το χαλί των εφήμερων επιτυχιών κι έτσι η προσαρμογή τους στη νέα πραγματικότητα, με την απόσυρση της παλιάς φρουράς, ήταν κάτι παραπάνω από βίαιη.

Οι ανασφάλειες του Conte, η πεπατημένη του Allegri και το αποτυχημένο μεσοπρόθεσμο πλάνο.
Ο, πρώην πλέον, προπονητής της ομάδας, σε παλιότερη συνέντευξή του, είχε δηλώσει πώς όταν αναλάμβανε τα ηνία του συλλόγου είχε θέσει ως στόχο από κοινού με τη διοίκηση τη διεκδίκηση του πρωταθλήματος, στην τρίτη χρονιά του project. Δηλαδή, την περασμένη σεζόν.  Η ανέλπιστη επιτυχία της πρώτης σεζόν, η κατάρρευση της Milan πρόπερσι κι η έλλειψη αντιπάλου στο εγχώριο σκηνικό, μετέτρεψε το μακροπρόθεσμο πλάνο σε μεσοπρόθεσμο, με αρνητικές προεκτάσεις.

Από το 2011 μέχρι το 2014, πολλά άλλαξαν. Ένα από αυτά ήταν κι ο ίδιος ο Conte. Ενώ η πρόσληψή του έφερνε αέρα αλλαγής, νέες και φρέσκες ιδέες, προϊόντος του χρόνου και της αναμφισβήτητης επιτυχίας του τράπηκε σε φοβικό και υπέρ του δέοντος συντηρητικό προπονητή, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Ο άλλοτε μέσος των bianconeri έμοιαζε εγκλωβισμένος στις εμμονές του, στην απροθυμία του να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό από εκείνο, που έφερε το πρώτο πρωτάθλημα το 2012. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, μέσω του περιορισμένου rotation, συγκεκριμένους παίκτες αποτέλεσε το πιο τρανό παράδειγμα της προχειρότητας του μεταγραφικού σχεδιασμού και της έλλειψης μακρόπνοης φιλοδοξίας. Στόχος μοιάζει να είναι η εφήμερη επιτυχία και δόξα κι όχι η επιτέλεση έργου, που θα καθιερώσει τη Juventus ξανά στην ευρωπαϊκή ελίτ.

Ο νέος allenatore της ομάδας, Massimiliano Allegri, δείχνει να βαδίζει στα βήματα του προκατόχου του. Το μοτίβο είναι ακριβώς το ίδιο. Περιορισμένο rotation, ανακύκλωση 13-14 ποδοσφαιριστών και παραγκωνισμός των υπολοίπων, γεγονός που διαγράφει με τα πιο έντονα χρώματα την έλλειψη εμπιστοσύνης και του τεχνικού από το Λιβόρνο σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του δυναμικού του. Βέβαια, το δείγμα γραφής του είναι αρκετά μικρό, αλλά «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» και για ορισμένους ποδοσφαιριστές αυτή δεν είναι και τόσο ρόδινη.


Διοίκηση και μετεγγραφικός σχεδιασμός υπό αμφισβήτηση.
Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί για το μετεγγραφικό παζάρι στο κομμάτι, που αντιστοιχεί στη Juventus, αυτό δεν είναι ότι φείδεται χρημάτων. Ούτε ότι αρνείται στον προπονητή της την ενίσχυση του roster. Εκείνο, που ξεκάθαρα μπορεί να αποδοθεί σε όλους τους εμπλεκόμενους είναι η έλλειψη αυστηρά οριοθετημένου πλάνου. Πάντοτε, υπάρχει μια λίστα με πιθανούς υποψηφίους πρώτης επιλογής, που είναι εκτός του οικονομικού βεληνεκούς της ομάδας. Η λίστα αυτή, συνήθως, δημοσιεύεται από το φίλα προσκείμενο τύπο στη Juventus και δημιουργούνται προσδοκίες, οι οποίες πολύ σύντομα διαψεύδονται, λόγω της αδυναμίας απόκτησης του παίκτη. Έτσι, αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας αρνητικής ατμόσφαιρας γύρω από την ομάδα και μειονεξία των νέων αποκτημάτων, καθώς αποκτήθηκαν μόνο και μόνο γιατί «αδυνατούσαμε να αγοράσουμε τους πρώτους στόχους μας».

Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί στον οργανισμό της Juventus πώς ο παίκτης, που έχει αποκτηθεί, έχει προβάδισμα έναντι του γηγενούς, με το κριτήριο της σπατάλης των χρημάτων κι όχι της ποδοσφαιρικής αξίας. Ποδοσφαιρική αντίληψη, που ανήκει στην περασμένη χιλιετία. Άλλη μία αδυναμία, που προκύπτει από τα πεπραγμένα των τεσσάρων και κάτι αυτών ετών είναι η ανικανότητα της διοίκησης να επιβάλλει τη βούλησή της στο αθλητικό τμήμα, επιδεικνύοντας πυγμή σε κρίσιμα για την ομάδα ζητήματα. Πιο τρανό παράδειγμα από την περίπτωση του Quagliarella δεν υπάρχει. Το χειμώνα η Juventus ήθελε να τον παραχωρήσει, αλλά ο παίκτης αρνούνταν πεισματικά. Η τροπή της υπόθεσής του, με τον περιορισμένο χρόνο συμμετοχής, άλλαξαν τη στάση του ποδοσφαιριστή, που θα πωληθεί το καλοκαίρι, αλλά η οικονομική ζημιά για την ομάδα είναι αρκετά «σεβαστή». Περίπου 3 εκατομμύρια θα κοστίσει η αδυναμία επιβολής των διοικούντων. Παρακάτω. Κρίνω θεμιτό να παραθέσω άλλα δύο facts, που είναι επιβλαβή και μοιάζουν με παιδική ασθένεια. Το πρώτο είναι η αδυναμία της ομάδας να πουλήσει παίκτες με επωφελείς όρους για το σύλλογο. Απλά, δε μπορεί. Το δεύτερο είναι οι σπασμωδικές κινήσεις, όταν κάτι δεν πάει σύμφωνα με το πλάνο. Γίνονται μετεγγραφικές κινήσεις, απλά και μόνο για να κατευναστεί το μένος των οπαδών. Το παράδειγμα, που έρχεται πρώτο στο μυαλό όλων είναι εκείνο του Elia, που αποκτήθηκε, απλά για να αποκτηθεί.

Κλείνοντας αυτό το αρκετά σημαντικό κεφάλαιο, δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο φάσμα ενός φόβου, που μεγαλώνει καθημερινά. Πρώτον, να πληγούν η αξιοπιστία και οι προοπτικές του συλλόγου, λόγω της συνεργασίας της ομάδας με σεσημασμένους στην ποδοσφαιρική πιάτσα managers και η μετατροπή της Juventus σε τσιφλίκι μιας πολύ μικρής κλίκας ανθρώπων εκτός συλλόγου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από το Raiola δεν υπάρχει. Είναι γνωστό πώς το πιο φλέγον ζήτημα της ομάδας τον τελευταίο καιρό είναι η ανανέωση του συμβολαίου του Pogba. Η υπόθεση δείχνει να κλείνει θετικά για τον παίκτη και το σύλλογο. Ο δαιμόνιος Ιταλο-ολλανδός, για να επωφεληθεί και να δώσει προβάδισμα στη Juventus, προσπάθησε να πείσει τους bianconeri να αποκτήσουν δύο από τους πελάτες του. Τους Ignazio Abate και Ricardo Kishna. Οι διοικούντες δεν ενέδωσαν και οι δύο ποδοσφαιριστές παρέμειναν στις ομάδες τους. Δευτερευόντως, μελανό σημείο μοιάζει η εξαιρετικά κακή εκτίμηση των προσόντων μεταγραφικών στόχων, προϊόν του ελλιπούς scouting. Ουσιαστικά, πρόκειται για παίκτες, οι οποίοι βρίσκονται στη λίστα με τους μεταγραφικούς στόχους, αλλά υποτιμούνται κι έπειτα βρισκόμαστε να τους χρυσοπληρώνουμε, εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης στην προοπτική τους εξ’ αρχής. Το θέμα πάει κάπως έτσι: ο παίκτης κάνει καλή χρονιά, οι μνηστήρες αυξάνονται, οι ομάδες μπαίνουν σ’ έναν πραγματικό πλειστηριασμό, η τιμή του ποδοσφαιριστή εκτινάσσεται κι η «κερδισμένη» ομάδα πληρώνει υπεραξία. Ονοματεπώνυμο: Angelo Ogbonna.

Το πλάνο, που άργησε 2 χρόνια.
Η στροφή σε ορθολογικό ποδοσφαιρικό πλάνο καθυστέρησε αρκετά. Τα αντανακλαστικά της Juventus τέθηκαν σε εφαρμογή μετά τη συντριβή, με κατεβασμένα χέρια, από το νεανικό σύνολο της Bayern Munich. Ίσως, το συγκεκριμένο συναπάντημα θεωρηθεί από τους ιστορικούς του ποδοσφαίρου σημείο καμπής για τη σύγχρονη ιστορία της «Μεγάλης Κυρίας». Το καλοκαίρι, που ακολούθησε η Juventus για πρώτη φορά έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για ποδοσφαιριστές νεαρής ηλικίας, σαρώνοντας πρώτα την εγχώρια αγορά κι έπειτα εκείνη της Ευρώπης. Το ηλικιακό εύρος ξεκινά με τα 22 έτη ως ανώτατη τιμή κι εκτείνεται μέχρι τους παίδες. Το μετεγγραφικό κρεσέντο στο οποίο επιδόθηκε κι έμεινε στην αφάνεια ήταν άνευ προηγουμένου. Πρόκειται για ένα τύποις παιδομάζωμα, το οποίο αφορά τους πιο ταλαντούχους παίκτες της χώρας και βγαίνει σε πέρας, εξαιτίας του καλού δικτύου πληροφόρησης, που έχει εγκαταστήσει η Juventus εντός των τειχών, με πολλές ομάδες «δορυφόρους». Το συγκεκριμένο σχέδιο επεκτείνεται και στην Ευρώπη, με τα πλοκάμια των bianconeri να βρίσκουν πάτημα στη Γερμανία και τις Werder Bremen και Eintracht Frankfurt, ενώ συζητείται συνεργασία με την ισπανική Osasuna, την ολλανδική Den Bosch και εξαγορά ενός πορτογαλικού συλλόγου στη χώρα της Ιβηρικής. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το εγχείρημα των Juventus Soccer Schools, το οποίο την περασμένη Πρωταπριλιά έκλεισε 10 χρόνια ζωής. Πολλές χώρες φιλοξενούν τέτοιου είδους σχολεία, μεταξύ των οποίων κι η Ελλάδα, την οποία η επίσημη Juventus έκανε κέντρο της Βαλκανικής της φάμπρικας ταλέντων. Το εύρος εξάπλωσης των ποδοσφαιρικών σχολίων των bianconeri ολοένα εξαπλώνεται, ανοίγοντας νέες πρότυπες σχολές σε κάθε γωνιά του κόσμου. Τα δύο πιο αναγνωρισμένα project αυτή την εποχή, με συνάρτηση παραγωγής και αποτελέσματος, είναι εκείνα της Bayern Munich και της Barcelona. Οι Βαυαροί προτίθενται να επεκτείνουν τις εγκαταστάσεις των ακαδημιών τους, ενώ παράλληλα έχουν απλώσει τα δίχτυα τους στις γειτονικές Αυστρία και Ελβετία. Από την άλλη, οι Καταλανοί είναι αδιαμφισβήτητα από τους καλύτερους ανιχνευτές ταλέντων, πολλά εκ των οποίων κοσμούν την περίφημη La Masia. Πεδίο δραστηριότητας της παραγωγής τους είναι η Ισπανία, η Λατινική Αμερική, η Άπω Ανατολή και αφρικανικές χώρες. Και οι δύο είναι παράδειγμα προς μίμηση, αλλά και προς αποφυγή. Προωθείται ένα μοντέλο, το οποίο αντιστέκεται στις ληστρικές τιμές των ποδοσφαιριστών εν έτει 2014, αλλά παράλληλα υπερτονίζεται η αδηφαγία των μεγάλων συλλόγων, που καταστρέφουν την παραγωγή και το μέσο επιβίωσης των μικρότερων. Είναι δίκοπο μαχαίρι, όπως γίνεται αντιληπτό.

Transfer trafficking με το γάντι και ποδοσφαιρική «μαστροπεία».
Ο γενικός διευθυντής της Juventus, Beppe Marotta κατέστησε σαφές ότι στο πλάνο του για τη λειτουργία του συλλόγου βαρύνουσα θέση έχουν οι νεαροί ποδοσφαιριστές, όπως έπραξε και στη Sampdoria. Όχι όμως με τον καθιερωμένο και παραδοσιακό τρόπο, αλλά με έναν πιο σκοτεινό και παρακείμενο. Στόχος του επικεφαλής της Juventus είναι η απόκτηση των νεαρών ποδοσφαιριστών, που «ακούγονται» στη γείτονα χώρα, για να μην πέσουν στα χέρια των ανταγωνιστών. Από ‘κει και πέρα, ξεχωρίζει η ήρα απ’ το στάρι με τους ικανούς να παραμένουν στο roster, παίρνοντας ευκαιρίες, ενώ οι υπόλοιποι λειτουργούν ως μεταγραφικά ατού και αντισταθμιστικά ανταλλάγματα για την επίτευξη της μείωσης του μεταγραφικού κόστους. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η συγκεκριμένη πρακτική μπορεί να είναι ορθή εταιρικά και επιχειρησιακά, αλλά μοιάζει παντελώς ανήθικη. Το παραθυράκι, που εκμεταλλεύεται ο Marotta είναι εκείνο της συνιδιοκτησίας, πρακτική η οποία παραδοσιακά έχει στερήσει από ποδοσφαιριστές την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το πλούσιο ταλέντο τους και να φτάσουν στο 100% της προοπτικής τους. «Είναι η συνιδιοκτησία, ηλίθιε».


                       


Ιταλικός συντηρητισμός, αναγκαία η αλλαγή.
Η Juventus ως εκπρόσωπος της ιταλικής ποδοσφαιρικής σχολής έχει βαθιά ριζωμένη στο dna της την πεποίθηση πώς οι έμπειροι ποδοσφαιριστές οποιασδήποτε ποιότητας και ηλικίας είναι χρησιμότεροι από τους νεαρούς και ταλαντούχους του roster. Έτσι, εύλογα οι πρώτοι έχουν προβάδισμα, με τους δεύτερους να παίρνουν ελάχιστες ευκαιρίες, τις οποίες καλούνται να αρπάξουν από τα μαλλιά, για να αναδυθούν στην επιφάνεια. Η κίνηση, που γκρέμισε την καθεστηκυία αντίληψη, ήταν το παιδομάζωμα του Boniperti στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Μεταξύ άλλων, αυτή την περίοδο αποκτήθηκαν οι Zoff, Scirea, Gentile, Cabrini, Tardelli, Causio, Furino, Anastasi, Rossi και Bettega. Πρόσωπα δηλαδή, που έφεραν τη Juventus στην κορυφή της Ιταλίας και της Ευρώπης, αλλά και που συντέλεσαν έτσι ώστε η Squadra Azzurra να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 στην Ισπανία.

Κλείνοντας, γίνεται αντιληπτή η ανάγκη για στροφή στις ακαδημίες, η ανάδειξη γηγενών ποδοσφαιριστών και η αλλαγή, συνολικά, της αθλητικής φιλοσοφίας της ομάδας. Πρέπει, επιτέλους, να εγκαταλειφθεί το ποδοσφαιρικό μοντέλο της δεκαετίας του ’90, το οποίο βασιζόταν στις πανάκριβες αγορές παικτών, να γίνει οικοδόμηση ισχυρών θεμελίων, που θα αναδείξει τη Juventus σε σωματείο υγιές και αυτάρκες με μεταγραφές εξαιρετικών ξένων ποδοσφαιριστών. Εύχομαι από καρδιάς, αυτή η μετατόπιση του μεταγραφικού ενδιαφέροντος να λάβει χώρα σύντομα, ώστε να δούμε επιτέλους μιας Juventus βγαλμένη από μια εποχή παλιότερη, πιο ρομαντική και πιο όμορφη. Η αρχή έγινε με την απόκτηση του νεαρού Coman. Υπάρχει δρόμος ακόμη για την περαίωση του μεγάλου αυτού ταξιδιού. Έως τότε, αναμονή και υπομονή.

Forza!

30/8/14

Αντώνη, χάσαμε.




Ο τίτλος του κειμένου θα φανεί σε πολλούς περίεργος κι οξύμωρος. Δικαίως. Με τον Conte στον πάγκο της η Juventus επανήλθε στην κορυφή της Ιταλίας εμφατικά, επανακτώντας όλα τα στοιχεία εκείνα, που την έκαναν ομάδα-νικητή. Στο ψηλότερο επίπεδο όμως, στο οποίο θέλω να πιστεύω ότι ανήκει και η αγαπημένη μου ομάδα, δεν κρίνεσαι μόνο εκ του αποτελέσματος. Κρίνεσαι και για τον τρόπο με τον οποίο εκπορεύεται αυτό. Κατά κοινή παραδοχή ο πάγκος των Bianconeri θυμίζει ηλεκτρική καρέκλα. Ανάγκη για άμεσο αποτέλεσμα, υψηλές απαιτήσεις, πολλή γκρίνια με την παραμικρή αναποδιά. Αυτό δείχνει πώς υπάρχουν πολλές απαιτήσεις και πολυδιάστατες ευθύνες για τον επικεφαλής του προπονητικού επιτελείου. Θα κάνω μια προσπάθεια να παρουσιάσω τα έργα, τις ημέρες, τα γεγονότα και τα πεπραγμένα του Antonio Conte με μια πιο ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη κι αντικειμενική μάτια, λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, τάσεις και μόδες στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, με απώτερο σκοπό την εξέταση του προσήμου της θητείας του πρώην allenatore στον πάγκο της ομάδας.

Σήκωσέ τα!
Αν επιλέξουμε να καταλήξουμε σε συμπέρασμα μονάχα βάσει αριθμών, με 3 σερί Scudetti, τα 2 εκ των οποίων με τρόπο εκκωφαντικό, και 2 ιταλικά Super Cup, μόνο πετυχημένος μπορεί να θεωρηθεί. Το βασικότερο στοιχείο, που κερδήθηκε, όμως είναι η εμφύσηση της νοοτροπίας και του πνεύματος του νικητή σε όποιον παίκτη φόρεσε τα ασπρόμαυρα της Juventus. Ο Conte ως ποδοσφαιριστής ήταν winner. Το πάθος κι η μαχητικότητα ήταν στοιχεία, που χαρακτήριζαν το παιχνίδι του. Θα ήταν απίθανο αυτά τα δύο προτερήματα του coach, να μην αποτελούσαν τη βάση για το χτίσιμο της νέας ομάδας, που έθεσαν ως στόχο από κοινού με τους διοικούντες, όταν αναλάμβανε τις τύχες της.

Μελανό σημείο της κατά τα άλλα πετυχημένης 3ετίας του στην άκρη του πάγκου είναι η ουσιαστική απαξίωση του θεσμού του Coppa Italia. Η πορεία της Juventus στη συγκεκριμένη διοργάνωση ήταν κάθε χρόνο και χειρότερη, με τον ίδιο τον Conte να παραδέχεται πώς τα εμβόλιμα αυτά παιχνίδια έμοιαζαν με πρώτης τάξης ευκαιρίες να δώσει χρόνο συμμετοχής σε παίκτες, που συνήθως έμεναν καθηλωμένοι στις πολυθρόνες του «πάγκου». Αυτή η νοοτροπία δεν ταιριάζει με τη λογική του «ιδεατού τύπου» της μεγάλης ομάδας, η οποία έχει την υποχρέωση να «χτυπά» κάθε διοργάνωση στην οποία μετέχει. Άλλωστε το καλεντάρι στην Ιταλία δεν είναι δα και τόσο φορτωμένο, όπως για παράδειγμα στην Αγγλία ή τη Γαλλία, οπότε η υπέρ του πρωταθλήματος θυσία του κυπέλλου δε έστεκε σαν δικαιολογία. Ξέχωρα βέβαια, που δε ελήφθη υπόψιν η επιθυμία του κόσμου για κατάκτηση του 10ου κυπέλλου στην ιστορία της ομάδας. Ενός κόσμου, που στήριξε τον Conte με κάθε δυνατό μέσο.

Μην παίξεις όμορφο ποδόσφαιρο, έχουμε γλάρο.
Ήτοι αποτέλεσμα-θέαμα σημειώσατε άσσος. Ζητούμενο για κάθε εραστή της μπάλας είναι το όμορφο θέαμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Φυσικά ο συνδυασμός αποτελέσματος και όμορφου ποδοσφαίρου δεν είναι κάτι το παράλογο. Είναι ευκταίο και πραγματοποιήσιμο.

Σε γενικές γραμμές, αυτό που παρακολουθήσαμε από τη Juventus του Conte ήταν από μέτριο έως κακό, με ορισμένες εκλάμψεις σε παιχνίδια, που «έκαιγαν». Εκεί, πάντοτε λειτουργούσε ο εγωισμός παικτών - προπονητή και κατέθεταν και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών τους στο τερέν. Την πρώτη χρονιά, λόγω έλλειψης ευρωπαϊκών υποχρεώσεων, η ομάδα απέδωσε πολύ καλό ποδόσφαιρο σε σεβαστό αριθμό αγώνων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε έπειτα. Τις δύο τελευταίες χρονιές, ο ηπιότερος χαρακτηρισμός για το παιχνίδι της La Madama ήταν «υποφερτό». Εδώ, η δικαιολογία του βεβαρημένου προγράμματος είχε βάση, μέχρι ενός σημείου, φυσικά.

Τα συμπεράσματα, που εξήγαγα, έχοντας παρακολουθήσει όλα τα παιχνίδια της Juventus είναι τα εξής:

-Δεν υπήρχε εναλλακτικό πλάνο, όταν ο αγώνας δεν πήγαινε βάσει σχεδίου και χρειαζόταν ανακάτεμα στην τράπουλα.
-Η τακτική ακαμψία ήταν χαρακτηριστική. Τα παιχνίδια στα οποία δε χρησιμοποιήθηκε το προσφιλές στον προπονητή 3-5-2 είναι μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού. Υποδηλώνεται τακτική ασφυξία, η οποία έκανε την εμφάνισή της από τα μέσα της δεύτερης σεζόν και για την οποία υπεύθυνος ήταν ο προπονητής, καθώς επέλεξε παίκτες με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που δεν μπορούν να υπηρετήσουν κανένα άλλο σύστημα.
-Η εικόνα της Juventus στο γήπεδο ήταν μιας ομάδας αργής, τόσο στο επιθετικό όσο και στο αμυντικό transition. Χώλαινε και δυσκολευόταν να αγωνιστεί σε υψηλό tempo για πολλή ώρα. Αδυνατούσε να πιέσει τον αντίπαλό της επαρκώς ψηλά. Με άλλα λόγια, στερούνταν βασικά πράγματα, που απαιτούνται στο σύγχρονο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, για να πατήσεις πόδι και να κάνεις αισθητή την παρουσία σου.
-Προβληματικές ήταν και είναι οι στημένες φάσεις, που μοιάζουν αδούλευτες. Αχίλλειος πτέρνα για τη Juventus της περασμένης σεζόν, με την εικόνα πανικού στα καρέ του Buffon να είναι συνήθης.
α) Στα αμυντικά plays παρατηρούσαμε κακές τοποθετήσεις, έλλειψη συγκέντρωσης, μη διακριτούς ρόλους στο μαρκάρισμα και έλλειψη δουλειάς υπό ειδικές συνθήκες. Αυτό προκύπτει από τις σπασμωδικές αντιδράσεις, όταν έπεφτε η μπάλα χαμηλά στην περιοχή, με τους παίκτες να προσιδιάζουν σε στρατιώτες εν πορεία μέσα σε ναρκοπέδιο.
β) Στα αντίστοιχα επιθετικά, η ελάχιστη αποδοτικότητα σε γκολ προβληματίζει. Η πλειοψηφία των τερμάτων προήλθε από απευθείας εκτελέσεις του Pirlo. Το συγκεκριμένο μειονέκτημα καταδεικνύει λάθη στον προγραμματισμό. Με τόσα ψηλά κορμιά στην ομάδα, φάουλ και κόρνερ θα έπρεπε να προκαλούν τον τρόμο στις αντίπαλες άμυνες. Παρά ταύτα ήταν ένα εν δυνάμει πλεονέκτημα, που ελάχιστα αξιοποιήθηκε από τη Juve.
-Ελάχιστοι αυτοματισμοί βγήκαν στο χορτάρι, απόρροια της μακράς συνύπαρξης των παικτών και λιγότερο δουλειάς στην προπόνηση. 

Η προβληματική στελέχωση του roster.
Στη Juventus, έχω την αίσθηση, ότι κυριαρχεί μια πεπερασμένη αντίληψη, περασμένης δεκαετίας, περί πολυπληθούς roster. Πολλοί παίκτες ίσον ευτυχία κι επιτυχία; Μάλλον όχι. Έχει αποδειχθεί πώς μεγαλύτερη αποδοτικότητα παρουσιάζουν μικρά κι ευέλικτα group. Αυτό δε συνεπάγεται, φυσικά, έλλειψη βάθους. Επιπλέον, πέραν του βασικού κορμού και 3-4 ακόμη παικτών, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους δε γίνεται να θεωρηθούν ούτε ρολίστες σε ομάδα με υψηλές βλέψεις. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, προτιμώνται παίκτες σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έλλειψη παραστάσεων στο πιο ψηλό επίπεδο, αλλά και ποιότητας, για να φέρουν εις πέρας αυτά, που τους ζητώνται. Ο προπονητής έφερε σοβαρή ευθύνη στο συγκεκριμένο κομμάτι. Ο κακός προγραμματισμός (η Juventus αριθμούσε 4 δεξιά μπακ μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο), αλλά κι η έλλειψη σθένους, ώστε να αντισταθεί στις επιταγές της διοίκησης και κατά συνέπεια ο συμβιβασμός τον βαραίνουν. Είχε τη δυνατότητα να θέσει βέτο σε πολλές από αυτές τις κινήσεις, απαιτώντας μονάχα 2-3 ποιοτικότατες, ως αντιστάθμισμα. Άλλωστε, μοιάζει εκτός λογικής να πραγματοποιείς 10 μετεγγραφές κάθε καλοκαίρι, όταν υποστηρίζεις πώς «χτίζεις».

Το κόλλημα, του κολλήματος, ω κόλλημα!
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Conte είναι αρκετά συντηρητικός και δογματικός. Η συμπεριφορά του, πολλές φορές, θύμιζε ποδοσφαιρική αυθεντία, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει εισάγει, μέχρι ώρας, κάποιο καινοτόμο στοιχείο στο ποδόσφαιρο του 21ου αιώνα. Η συμβολή του περιορίζεται στην επαναφορά, μαζί με άλλους Ιταλούς προπονητές, του απαρχαιωμένου 3-5-2 στο προσκήνιο. Θα τον χαρακτήριζα αρκετά κολλημένο με τακτικές, συστήματα και ποδοσφαιριστές, ενώ πέραν της πρώτης του χρονιάς, η προπονητική του ικανότητα έχει παραμείνει στάσιμη, χωρίς να εμπλουτίζεται στην πορεία. Εγκλωβισμένος στο μυαλό του, πολλές φορές έμοιαζε υπέρ του δέοντος φοβικός, διαχειριζόταν κακά το roster, με αποτέλεσμα τραυματισμούς όπως εκείνον του Vidal, ενώ το διάβασμα των αγώνων στη διάρκειά τους έμοιαζε κάτω του μετρίου. Χειρότερο όλων ήταν τα δείγματα υπερεκτίμησης της δουλειάς του, γεγονός που φάνηκε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεών του με τη διοίκηση το Μάιο, όπου ήταν ανένδοτος σ’ αυτά, που απαιτούσε.

Νιάτα; Τι είναι αυτό;
Πάγια θέση της Juventus είναι η επένδυση στην ακαδημία της, όπως έχει τονίσει πολλάκις διά των αντιπροσώπων της. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται εμπράκτως από τις πολλές μετεγγραφές νεαρών παικτών για τις μικρές ηλικίες κι από την πλήρη εκχώρηση του Vinovo στη Juventus Academy, όταν αποπερατωθεί το νέο προπονητικό στην Continassa. Πλην του Pogba, που άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε από τα μαλλιά, κανείς άλλος δε στηρίχτηκε ή πήρε τις ευκαιρίες, που του αναλογούσαν. Νεαροί παίκτες βρίσκονταν ιεραρχικά πίσω από τους χειρότερους παίκτες της ομάδας, με αποτέλεσμα να μένουν στάσιμοι και να μετατραπούν σε μόνιμους παγκίτες. Φυσική κι επόμενη μοιάζει να είναι η διάσταση στη φιλοσοφία διοίκησης και προπονητή, με τον δεύτερο να μην πιάνει τον «παλμό» της πρώτης, αλλά και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου εν γένει. Επί το κυνικότερον, θα περίμενε κανείς ο Conte να σεβαστεί τις δεκάδες επενδύσεις σεβαστών ποσών, ούτως ώστε να αποκτηθούν οι εν λόγω παίκτες. Εις μάτην όμως, δυστυχώς.

Η ηρωική έξοδος.
Ο Conte είχε δηλώσει πολλάκις σε συνεντεύξεις στα Μ.Μ.Ε. της γειτονικής Ιταλίας ότι υπήρξε στρατιώτης της Juventus ως ποδοσφαιριστής. Το ίδιο υποστήριζε ότι συνέβαινε και από το πόστο του προπονητή. Τα λόγια του ήλθαν σε πλήρη αντίθεση με τις πράξεις του, καθώς η αναπάντεχη αποχώρησή του στις αρχές της προετοιμασίας απέδειξε περίτρανα ότι η αγάπη, που αποδεδειγμένα τρέφει για το σύλλογο, ήταν αδύνατο να υπερκεράσει την προσωπική φιλοδοξία και το ίδιο συμφέρον. Η «βαθιά σχέση αλληλοκατανόησης και αλληλοεκτίμησης», που διατυμπάνιζαν αμφότερες οι δύο πλευρές  ότι υπήρχε, στο πρώτο μεγάλο crash test συνεθλίβη. Κάτω από τις ανυποχώρητες θέσεις τόσο του προπονητή, όσο και της διοίκησης. Ο allenatore έδρασε με απόλυτη αξιοπρέπεια, δίνοντας την ευκαιρία στους διοικούντες να κάνουν προεργασία, ώστε να βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Η απόφασή του να αποχωρήσει όμως δείχνει ότι το φταίξιμο, για τον ίδιο, βαραίνει μόνο την απέναντι πλευρά. Δυνατότητα συμβιβασμού υπήρχε, με αμοιβαίες υποχωρήσεις εκατέρωθεν, αλλά δυστυχώς δεν επετεύχθη κάτι τέτοιο. Βέβαια, οι διαρροές στον ιταλικό τύπο φέρνουν στην επιφάνεια τη βλοσυρή πραγματικότητα, που κρυβόταν καλά πίσω από φιλόδοξες δηλώσεις για το μετεγγραφικό παζάρι. Ο Conte με τη στάση του τους εξέθεσε ανεπανόρθωτα. Κι είναι ίσως η πρώτη φορά, που ένας Agnelli βγαίνει στη σέντρα λόγω της ανακολουθίας υποσχέσεων και πράξεων.

Αντί απόψεως και μάντης κακών.
«Juventus υπήρχε πολύ πριν τον Conte και θα υπάρχει σίγουρα και μετά από εκείνον. Πιθανή αποχώρησή του από τον πάγκο της ομάδας δε θα με ενοχλούσε ιδιαίτερα, ούτε θα έφερνε την καταστροφή, εφόσον η διοίκηση δείξει πώς έχει την πρόθεση να φέρει ένα δυνατό όνομα για τη θέση του κόουτς κι όχι κάποιο ανδρείκελο, που δε θα μπαίνει εμπόδιο στις επιδιώξεις της. Αναμφισβήτητα, στο ξεκίνημά του στη Juve μέχρι τα μέσα και της δεύτερης σεζόν, ήμουν φανατικός υπέρμαχος του Antonio. Έκτοτε, το θέαμα, η φοβικότητα και η εν γένει διαχείριση υλικού, καταστάσεων και προβλημάτων με έκαναν να έχω τις επιφυλάξεις μου για εκείνον, γεννώντας μου παράλληλα μια απογοήτευση. Για να συνεχιστεί η αγαστή συνεργασία διοίκησης και προπονητή, με παράλληλη αγωνιστική πρόοδο της ομάδας, ο Conte οφείλει να αναθεωρήσει πολλά, να ανοίξει τα μάτια και κυρίως το μυαλό του, να βάλει νερό στο κρασί του και να σταματήσει να φοβάται τους πειραματισμούς. Πολλά από τα όσα, δογματικά θα έλεγα, χρησιμοποιεί αντανακλούν στο μεγάλο Giovanni Trapattoni, ο οποίος είναι 75 ετών όμως. Οιωνός, αν μη τι άλλο, ανησυχητικός.»

Αυτή επρόκειτο να είναι η παράγραφος με την άποψή μου. Από τότε πολλά άλλαξαν. Εγώ, όλοι μας, το περιβάλλον γύρω μας. Ο προπονητής της Juventus, η μετεγγραφική πολιτική και οι στόχοι. Την παραθέτω αυτούσια για ένα και μόνο λόγο· ο μεγαλύτερος φόβος μου, όπως καταγράφεται άνωθι, έγινε πραγματικότητα. Ίσως και να ‘ταν διαισθητική πρόβλεψη. Βασική μου πεποίθηση είναι πώς όλα είχαν πάρει το δρόμο τους από το Μάιο κιόλας. Κι όλα συγκλείνουν στο βάσιμο της εικασίας μου.

Εν κατακλείδι, η ανάγκη για φρέσκες ιδέες, που όλοι μας πιστεύαμε ότι χρειάζεται, ήρθε. Όχι μέσα από την αλλαγή των σταθερών του Conte, αλλά από την αντικατάστασή του. Κάθε αρχή και δύσκολη, λένε. Η γκρίνια εκ μέρους των οπαδών είναι δικαιολογημένη μέχρι ένα σημείο όμως. Κι αυτό, εξαιτίας του δείγματος, που έχουμε από τον Allegri της δεύτερης και της τρίτης χρονιάς του στο Μιλάνο. Για να μη μασήσω τα λόγια μου, η σκληρή κριτική του κείμενου στον πρώην, πλέον, προπονητή μας πήγαζε από τις προσδοκίες, που μου καλλιέργησε το πολύ δυνατό του ξεπέταγμα. Όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία των  ποδοσφαιριστών, μετά το πρώτο τους συμβόλαιο, έτσι κι εκείνος παρέμεινε λίγο έως πολύ στάσιμος, καθώς επαναπαύτηκε στις δάφνες των πρωταθλημάτων. Οι γονείς, συνήθως, είναι αυστηρότεροι με τα παιδιά τους, απ’ ότι με εκείνα των άλλων. Στο ίδιο μήκος κινήθηκα κι εγώ. Η κατάσταση κυλάει με τον τρόπο, που την όρισαν οι αποφάσεις των Conte και Agnelli-Marotta, οπότε καλό θα ‘ναι να έχουμε υπομονή. Όπως η Ρώμη δε χτίστηκε σε μία ημέρα, έτσι και τα εμπόδια δε μπορούν να υπερπηδηθούν σ’ ένα μήνα. Υπομονή και στήριξη σε όλους.

Forza και καλή αρχή στην ομάδα μας απόψε! 

2/7/14

Λυτρώσου από τα περασμένα.



Η μόνη γοητεία του παρελθόντος είναι ότι είναι παρελθόν. Η ρήση ανήκει στον Oscar Wilde. Είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς. Η προσκόλληση σε πολλά απ’ όσα ανήκουν σ’ αυτό είναι δεδομένη όμως. Όπως δεδομένη θεωρείται κι η αγάπη του ανθρώπου για την επιτυχία. Σε κάθε τομέα της ζωής του. Η επιτυχία, ως εμπειρία, είναι δίκοπο μαχαίρι. Αφενός, προκαλεί ευφορία, χαρά, ευτυχία. Αφετέρου παρατηρείται ότι, δικαίως, είναι εθιστική. Σε βαθμό ανεξέλεγκτο. Τι γίνεται αν συναντηθούν το παρελθόν με την επιτυχία; Δημιουργείται μίγμα εκρηκτικό. Η αναπόληση. Στην υπερβολή της, η εξιδανικευμένη αναπόληση. Στα ακρότατά της η εμμονή με την παρελθούσα επιτυχία. Κι έχει συμπτώματα, τα οποία φέρει ο καθένας μας.




Αναλύοντας το «Σύνδρομο του παρελθοντολάγνου».

Γιατί τέτοιου είδους εισαγωγή; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με το ποδόσφαιρο; Μεγάλη. «Πάσα» μου έδωσε το γαϊτανάκι δημοσιευμάτων, στο οποίο επιδόθηκε την τελευταία εβδομάδα ο ιταλικός τύπος και βάσει των οποίων η Juventus ήταν πολύ κοντά στην απόκτηση των Rodriguez, Hazard και Nainggolan το 2010. Καλύτερη αφορμή για το παρόν κείμενο από τα σχόλια των οπαδών της ομάδας, οι βρισιές, η μήνη κατά πάντων και ο μηδενισμός όλου του παρελθόντος της, δε μπορούσε να δοθεί. Ξεκινώ διασαφηνίζοντας το εξής: Ονόμασα τη συγκεκριμένη αντίδραση, που όλοι μας, κάπου, κάποτε έχουμε παρουσιάσει «Σύνδρομο του παρελθοντολάγνου». Τα αίτιά του είναι πολύ απλά. Παρουσιάζεται σε φιλάθλους του ποδοσφαίρου, των οποίων οι ομάδες πρωταγωνιστούσαν στο παρελθόν, ήταν στον κολοφώνα της δόξας τους και τώρα αδυνατούν να διακριθούν. Έχουν περιέλθει σε τέλμα και ανυποληψία. Είτε περισσότερο, είτε λιγότερο. Δημιουργείται, λοιπόν, μια σχέση αλληλεπίδρασης και συσχέτισης του παρελθόντος με το παρόν, όταν ο συγκεκριμένος φίλαθλος έρθει σε θέση μειονεκτούσα. Κατά την άποψή μου, το φαινόμενο αυτό είναι τριφασικό. Οι τρεις αυτές φάσεις μπορούν να τοποθετηθούν σε λογική σειρά, αλλά και να παρουσιαστούν αυτοτελείς. Επέλεξα να τις κατατάξω με βάση το εύρος τους, δηλαδή το πόσο συχνά παρουσιάζονται στην καθημερινότητά μας, ώστε να αναδείξω το κρεσέντο του συνδρόμου.



Φάση 1η: Η ομάδα, το παρελθόν και το παρόν της.

Όλοι μας έχουμε μπει στη διαδικασία να συγκρίνουμε την παροντική εκδοχή της ομάδας μας, με κάποια του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα, συνήθως, είναι το ίδιο. Παρελθόν-παρόν σημειώσατε άσσο. Η εξιδανικευμένη αναπόλησή του, σε συνδυασμό με την απογοητευτική εικόνα της ομάδας, οδηγούν στο παραπάνω αποτέλεσμα. Ενδεχομένως, η πεποίθηση ότι το παρόν είναι ξεφτισμένο κακέκτυπο παλαιότερων εποχών, άποψη που κυριαρχεί στους μεγαλύτερους ηλικιακά, παίζει ρόλο προεξέχοντα. Παράδειγμα εν οίκω. Πόσες φορές έχουμε αναθεματίσει τη Juventus, λόγω της κακής της εικόνας, συγκρίνοντάς την με την ομάδα του 2006 και μηδενίζοντας τα επιτεύγματά της; Πολλές. Και κάποιες από αυτές, δικαιολογημένα. Μπορεί το 2006 να μοιάζει κοντινό, αλλά ο χρόνος που έχει παρέλθει έκτοτε, είναι αν μη τι άλλο σεβαστός. Μέσα σε αυτά τα 8 χρόνια έχουν αλλάξει πολλά. Στη μεταγραφική αγορά, στην αντίληψη για το ποδόσφαιρο, στον τρόπο, που εκείνο παίζεται, ακόμη και στο συσχετισμό δυνάμεων στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Η προσκόλληση σ’ ένα συγκεκριμένο παρελθόν δείχνει αδυναμία αποδοχής του παρόντος, αδυναμία προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής. Είναι πολύ δύσκολη η βίαιη προσαρμογή, αλλά πρέπει να εξελιχθεί σε βασικό χαρακτηριστικό του φιλάθλου, που αγαπά το ποδόσφαιρο, την ομάδα του και τέλος τη νίκη.


Φάση 2η: Από την ομάδα στους παίκτες.

«Κάποτε είχαμε Scirea-Gentile, τώρα παίζουμε με τον Chiellini και το Bonucci». Κλασική εικόνα στο σπίτι. Η γκρίνια του πατέρα μου είναι ως ένα σημείο δικαιολογημένη. Όταν έχει δει τέρατα του αθλήματος να φοράνε τα bianconeri είναι λογικό να μη συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο. Εδώ είναι που ξεκινά το δεύτερο στάδιο. Το ανάθεμα για την αποτυχία της ομάδας εξειδικεύεται σε φυσικά πρόσωπα. Συγκεκριμένοι παίκτες, ιδίως εκείνοι που δεν ανταπεξέρχονται διαρκώς, γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι και φταίνε για καθετί στραβό στην ομάδα. Συγκρίνονται με θρύλους των συλλόγων τους, κάτι που είναι άδικο για τους ίδιους. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη επιτάσσει τη δημιουργία νέων ηρώων, που θα ενσαρκώνουν τις παλιοσειρές. Έχουν περάσει άπειροι «νέοι Maradona», «νέοι Zidane», «νέοι Cruyff» χωρίς κανείς τους να καταφέρει να εκπληρώσει τις προσδοκίες, που καλλιεργούνται λόγω του προκατόχου και μόνο. Σ’ αυτό το σημείο η λήθη είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Κανείς από τους 3 προαναφερθέντες παικταράδες δεν είχε σε 40 παιχνίδια τη σεζόν εκπληκτική απόδοση. Οι νεαροί διάδοχοι οφείλουν να το κάνουν όμως. Λογικό επόμενο το υπερβολικό άγχος, η πίεση κι ό,τι άλλο τα συνοδεύει. Η ταύτιση με το παρελθόν είναι ανάγκη για τον οπαδό και καταδίκη για τη φουρνιά, που ακολουθεί. Χαρακτηρίστηκε ο Buffon «νέος Zoff»; Ο Del Piero «νέος Boniperti»; Αμφιβάλλω. Ο καθείς τους έχτισε την καριέρα του πάνω στο δικό του επίθετο, στα δικά του κατορθώματα, βασίστηκε στα δικά του πόδια. Γι’ αυτό και πέτυχε. Χάραξε τη δική του πορεία και δικαιώθηκε. Τη μοναδική φορά, που οι φίλαθλοι της Juventus έχρησαν κάποιο ταλαντούχο νεαρό διάδοχο του Del Piero είχαμε την καταστροφή μιας καριέρας με ονοματεπώνυμο. Sebastian Giovinco.



Φάση 3η: Η παράνοια στα καλύτερά της.

Κρεσέντο του «Συνδρόμου του παρελθοντολάγνου» είναι η απογοήτευση για μη πραγματοποιηθείσες πράξεις. Δεύτερες σκέψεις, βασανιστικά «αν» και μετάνοια για άλλες κινήσεις συνθέτουν το όλο σκηνικό. «Αν είχαμε αποκτήσει το Ronaldo τότε, τώρα θα είχαμε έναν από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου στην ομάδα μας». Αηδίες. Η συνηθισμένη προβολή του παρόντος στο παρελθόν είναι μια πάγια τακτική του απογοητευμένου από τις συγκυρίες φιλάθλου. Βλέποντας τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, γεννώνται πολλά ερωτήματα. Άξιζε τα χρήματα ο Ronaldo τότε; Θα κούμπωνε ο Ronaldo στο σύλλογό μας και την ιδιοσυγκρασία του; Θα κόλλαγε στο Campionato; Θα είχε την ίδια εξελικτική πορεία από τότε που τον απέκτησε η Manchester United κι έπειτα; Ή θα έμενε αιώνιο ταλέντο; Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά. Κι επειδή όλα είναι κυκλικά, φτάνουμε στην αφορμή γι’ αυτό το κείμενο. Αναλογίσου, εσύ, μέσε οπαδέ της Juventus, που γκρινιάζεις για τη μη ολοκλήρωση των μεταγραφών των Rodriguez, Hazard και Nainggolan, ακριβώς τα ίδια, που αναρωτήθηκα εγώ για το Ronaldo. Με την υποσημείωση πώς στην εξίσωση θα μπουν και οι συνθήκες, που επικρατούσαν στην ομάδα το 2010, χρονιά που επρόκειτο να μετεγγραφούν οι παίκτες. Μιλώντας σταράτα, όχι, κανείς τους δε θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Για πολλούς και ευνόητους λόγους. Είναι η προβολή του παρόντος στο παρελθόν, που προκαλεί την πίκρα κι όχι η μη άφιξη των τριών νεαρών, τότε, παικτών.

Κλείνοντας αυτό το αφύσικο κι εκτός ποδοσφαιρικής συζήτησης κείμενο, θα ‘θελα να πω δύο λόγια, γενικά. Τίποτα δε γυρνά πίσω. Κι όσο βασανιζόμαστε σκεπτόμενοι τι θα μπορούσε να γίνει με σωστότερο τρόπο, τόσο θα συνεχίζουμε να υποπίπτουμε στον πειρασμό των αναμνήσεων. Οφείλουμε να συμβιβαστούμε με τα περασμένα, να τα αφήσουμε πίσω κι αν τυχόν κάτι δεν έγινε με το δέοντα τρόπο, να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία στο μέλλον. Τα ευχολόγια, οι κατάρες, οι βρισιές δεν αλλάζουν το παραμικρό. Το παρελθόν είναι εκεί για να μας δείχνει το δρόμο σαν φάρος. Τι να μην επαναλάβουμε. Το να συγκρίνουμε, να προβάλλουμε μέσα σ’ αυτό το παρόν μας, δεν έχει το παραμικρό νόημα. Ελπίζω, αυτό να ασπάζονται και στη Juventus, ώστε να διορθώσουν αστοχίες του παρελθόντος. Ελπίζω αυτό το κείμενο να έδωσε τη σπίθα στη φωτιά της σκέψης. Όλα τα περιστατικά είναι κομμάτι ενός ολόκληρου. Όλα είναι γρανάζια, που δίνουν κίνηση το ένα στο άλλο. Όπως ακριβώς κι η ίδια η σκέψη.

Forza και ένα μεγάλο grazie
για όλα!

22/4/14

Ο ιπτάμενος και ο διάδοχος.



Το καλοκαίρι συμπληρώνονται 4 χρόνια από τη μέρα, που ο Andrea Agnelli ανέλαβε τα ηνία της Juventus. Μια τετραετία, που, δικαίως, θεωρείται πετυχημένη. Ο ανιψιός του μεγάλου Gianni και το επιτελείο του κατόρθωσαν να αναγεννήσουν μια παρακμάζουσα δύναμη, που βρισκόταν σε παρατεταμένο τέλμα. Έκαναν άλματα προς τα μπρος, με το μεγάλο αυτό σύλλογο να βρίσκεται, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες στα πρόθυρα του τρίτου διαδοχικού πρωταθλήματος και στα ημιτελικά του Europa League. Κατόρθωσαν να βάλουν τάξη στα οικονομικά, να εξορθολογήσουν το μοντέλο διοίκησης και να δώσουν ξανά χρώμα στο φθαρμένο, από τις κακές αγωνιστικές χρονιές, όνομα των Bianconeri.

Στο αγωνιστικό κομμάτι, η διοίκηση έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ζητήματα «καυτές πατάτες», καθώς οι ηγετικές φιγούρες της ομάδας, την περασμένη δεκαπενταετία, βρίσκονται στο λυκόφως της καριέρας τους. Στην πρώτη τέτοιου είδους κρίση, οι κινήσεις ήταν σπασμωδικές και η διοίκηση δεν αφουγκράστηκε την επιθυμία του κόσμου. Λογικό επακόλουθο της αποχώρησης του εμβληματικού αρχηγού Alessandro Del Piero η αρνητική αίσθηση που προκλήθηκε στο φίλαθλο κόσμο, αλλά και η γενικευμένη απογοήτευση και οργή, που διαγράφηκε στα πρόσωπα πολλών Juventini. Ακριβώς δύο χρόνια μετά από τους αποτυχημένους χειρισμούς της, Agnelli και Marotta καλούνται να αντιμετωπίσουν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα, από διαφορετική όμως σκοπιά. Με το συμβόλαιο του Buffon να μπαίνει στον τελευταίο του χρόνο, γίνεται αντιληπτό ότι πρέπει να προετοιμαστεί το έδαφος για τη ζωή μετά τον Ιταλό θρύλο. Υπόθεση δύσκολη, καθώς τόσο η καίρια θέση, που αγωνίζεται, όσο και ο συνδυασμός ποιότητας, προσφοράς και χαρακτήρα αυξάνουν την πίεση στο ζενίθ και ζωγραφίζουν με τα γλαφυρότερα χρώματα την εγγενή δυσκολία του εγχειρήματος της διοίκησης.

Μια καριέρα βγαλμένη από παραμύθι.
Πολλές συστάσεις για το Gigi δε χρειάζονται. Κατέκτησε τίτλους και τιμήθηκε με διακρίσεις, που δε θα τα φανταζόταν ούτε ο ίδιος, όταν περνούσε για πρώτη φορά το κατώφλι των ακαδημιών της Parma το 1991, στα 13 του χρόνια. Στα 36 του εσχάτως, εκτός από βετεράνος, θεωρείται και ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες, που πέρασαν από το παγκόσμιο στερέωμα. Αξία κι ικανότητα, που αντικατοπτρίζεται στο παλμαρέ του, που σφύζει από προσωπικές, συλλογικές κι εθνικές επιτυχίες. Με 139 συμμετοχές είναι ο απόλυτος recordman για τη Squadra Azzurra, ενώ προσφάτως έσπασε το φράγμα των 500 συμμετοχών, ξεπερνώντας τον τεράστιο Dino Zoff. Επιτεύγματα, που μόνο απαρατήρητα δεν περνούν, από συμπαίκτες και αντιπάλους. Από εχθρούς και φίλους.

Master Commander.
Η ικανότητά του τον καθιέρωσε στην ποδοσφαιρική συνείδηση πολλών ως έναν από τους πληρέστερους τερματοφύλακες, που πάτησε χορτάρι. Με σιγουριά πρόκειται για τον επιβλητικότερο και πιο μεστό keeper, της τελευταίας 20ετίας. Κάτω από τα goalpost συνδυάζει εξαιρετικά ρεφλέξ, που μόνο αιλουροειδές διαθέτει, φοβερές εξόδους, ενώ είναι πολύ καλός και με τη μπάλα χαμηλά. Διαθέτει σπάνια αντίληψη του παιχνιδιού και αίσθηση του χώρου, για τερματοφύλακα, προσόν που κουβαλά ως προίκα από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη στρογγυλή θεά, όταν και αγωνιζόταν ως μέσος. Ο απόλυτος έλεγχος  των τεκταινόμενων στην περιοχή του, αλλά και η μαεστρία, με την οποία οργανώνει την άμυνά του, τον κατέστησαν για αρκετά χρόνια πραγματικό τείχος για τους αντίπαλους επιθετικούς. Προσωπικά, θεωρώ μεγαλύτερο προσόν του τον ηγετικό χαρακτήρα του, που δε συναντά κάποιος εύκολα σε τερματοφύλακα. Και το παράσημο αυτό μοιάζει ακόμη σημαντικότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπηρέτησε δίπλα σε ποδοσφαιρικούς τιτάνες για το calcio, στην Parma, τη Juventus, αλλά και την Εθνική Ιταλίας, δείχνοντας να μη μειονεκτεί στο ελάχιστο σε χαρακτήρα.

Μικρά μικρά για το Gigi.
Η αφετηρία της τεράστιας καριέρας του δόθηκε στις ακαδημίες της Parma. Στα 13 του, το 1991. Αυτό, που είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό είναι ότι ο Gigi ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στη θέση του χαφ. Η αλλαγή προσανατολισμού και θέσης έγινε μοιραία, λόγω του θαυμασμού, που έτρεφε για τον Καμερουνέζο τερματοφύλακα Thomas NKono. Το ντεμπούτο του, πριν σχεδόν 20 χρόνια, στις 19/11/1995 ήταν όπως ακριβώς θα άρμοζε σ’ έναν μετέπειτα θρύλο. Με ανέπαφη εστία απέναντι στη μεγάλη Milan, κατεβάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα ρολά σ’ εκείνο το παιχνίδι.

Είναι γνωστό πώς πριν μεταγραφεί στη Juventus το καλοκαίρι του 2001, το Buffon είχαν προσεγγίσει η πρωταθλήτρια Roma του Capello και η Barcelona του Van Gaal, που έψαχνε αξιόπιστο τερματοφύλακα εκείνη την περίοδο. Ευρέως διαδεδομένα είναι και τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία κατά πολλούς θεωρούνται ακραία και του έχουν εξασφαλίσει την αναγνώριση και το σεβασμό από τους ακροδεξιούς οπαδούς της Lazio. Ο ίδιος όμως, τονίζει πώς η σχέση είναι αμοιβαία και δεν έχει πολιτικές προεκτάσεις. Θύελλα αντιδράσεων είχε ξεσηκώσει η απόφασή του να φορέσει το 88, αριθμό συμβολικό για τους ακροδεξιούς, καθώς παραπέμπει στο “Heil Hitler”. Η εβραϊκή κοινότητα της Ιταλίας αντέδρασε σφοδρά, ο ίδιος έδωσε μια εξήγηση διόλου πειστική – Υπεραμύνθηκε της επιλογής του και τόνισε πώς για να επιτύχει τους στόχους της η Parma τη σεζόν 2000-01, που ήταν η τελευταία του με τους Parmenzi, χρειαζόντουσαν δύο ζευγάρια όρχεις και το 88 έμοιαζε με αυτό. Εν τέλει επέλεξε το 77.

Το στερεότυπο για τον ποδοσφαιριστή, τον θέλει αμόρφωτο, άξεστο, φαντασμένο και χωρίς τρόπους. Ο Buffon, αν και προέρχεται από καθαρά αθλητική οικογένεια, με παράδοση και διακρίσεις στον ιταλικό αθλητισμό, τρέφει αγάπη για τη λογοτεχνία και τον Umberto Ecco, ειδικότερα. Την ίδια αγάπη αν όχι μεγαλύτερη, το ίδιο πάθος τρέφει και για το τζόγο. Μάλιστα, το όνομά του είχε εμπλακεί στο γνωστό σε όλους σκάνδαλο Calciopolis, λόγω στοιχηματισμών του Buffon, μέσω του αδερφού του. Ο ίδιος ήταν καθ’ όλα συνεργάσιμος με τις αρχές, κάτι που τον βοήθησε να καθαρίσει το όνομά του, να παίξει στο Mundial εκείνου του καλοκαιριού κι εν τέλει να σηκώσει το Jules Rimet, τερματίζοντας δεύτερος, πίσω από το Fabio Cannavaro στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα. Τέλος, παροιμιώδης είναι η μανία του για τα πανάκριβα ρολόγια, των οποίων δηλώνει και συλλέκτης. Πολλά Rolex να κοσμούν τη συλλογή του ή να έχουν «φύγει» ως δώρα.

Ένας κύριος αγκαζέ με τη «Φιλενάδα της Ιταλίας».
Με καταγωγή από την Τοσκάνη - γεννημένος στην Carrara - θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι παραστράτησε γινόμενος οπαδός της Genoa. Ίσως να φταίει, που η Carrara είναι σχεδόν παραθαλάσσια, ίσως να είναι οικογενειακή παράδοση η αγάπη για τους Grifoni. Προς τιμήν του, δεν έκρυψε ποτέ ότι την υποστηρίζει από μικρό παιδί και μάλιστα αυτή του η παραδοχή αποτρέπει τους tifosi των Γενοβέζων να τον υποδέχονται ως εχθρό, κάθε φορά που επισκέπτεται το Luigi Ferraris ως αντίπαλος. Μάλιστα, το 2008 δήλωνε πώς θα ‘θελε να κλείσει την καριέρα του στην παιδική του αγάπη, κάτι που σήμερα μοιάζει απίθανο. Αγάπη κι ευγνωμοσύνη τρέφει και για την Parma, από την οποία αναδείχθηκε και οι εμφανίσεις του στην οποία του εξασφάλισαν την πιο ακριβή μεταγραφή για τερματοφύλακα μέχρι σήμερα. Το ίδιο καλοκαίρι, που η Juventus παραχωρούσε το Zidane στη Real Madrid έναντι 72 εκατομμυρίων ευρώ, πλήρωνε 100 εκατομμύρια λιρέτες (περίπου 52 εκατομμύρια ευρώ) για να πείσει την Parma να τον αφήσει να γίνει κάτοικος Τορίνο. Ο ίδιος βρισκόταν σε δίλημμα, ανάμεσα σε Juventus και Barcelona, με τον πρεσβύτερο Buffon να παροτρύνει το γιο του να επιλέξει τους bianconeri. Μια απόφαση, για την οποία δε μετάνιωσε ποτέ.

Όπως όλες οι παθιασμένες σχέσεις, έτσι κι αυτή ανάμεσα σε Juventus και Gigi είχε τις μεταπτώσεις της. Από την κορύφωση του τελικού του Champions League το 2003, την τρομερή ομάδα της διετίας 2004-06 και την κατάκτηση του Mundial το καλοκαίρι του 2006, στο ναδίρ του υποβιβασμού στη Serie B ένα μήνα μετά το θρίαμβο, τους διαδοχικούς σοβαρούς τραυματισμούς τη διετία 2009-2011, την αγωνιστική κατρακύλα της La Madama και τις σκέψεις για αποχώρηση. Η σχέση αυτή πέρασε από όλες τις φάσεις, που δύναται μια ανθρώπινη σχέση να περάσει. Και πλέον, μοιάζει πιο ώριμη και δυνατή από ποτέ.

Οι βάσεις της στεγανοποίησής της τέθηκαν στην πιο δύσκολη στιγμή της. Εκείνο το απόγευμα, που ο Gigi επισκέφθηκε το μεγαλύτερο σύνδεσμο οπαδών της Juventus στην έδρα του. Όταν φέρθηκε σαν βέρος Juventino και παρόλη την πρόταση, που είχε από τη Barcelona των Thuram και Zambrotta, αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα των Del Piero και Nedved και να γευτεί με τη σειρά του την αναγνώριση εχθρών και φίλων, μπαίνοντας οριστικά στο πάνθεον με τους σπουδαίους, που υπηρέτησαν το σύλλογο. Έκτοτε, έχει παρακολουθήσει αγώνα στην κερκίδα των οργανωμένων, δηλώνοντας με το χαρακτηριστικότερο τρόπο πώς είναι Uno di noi”.
 
                       

                        



Η διετία των διαδοχικών σοβαρών τραυματισμών του (2009-10, 2010-11), που τον έθεσαν εκτός δράσης για σημαντικό χρονικό διάστημα, συνέπεσε με τη διετία της αγωνιστικής καθίζησης της Juventus. Δεν έκρυψε ποτέ ότι σκέφτηκε πολλές φορές την αποχώρηση, αναζητώντας μια αλλαγή. Ο παλιός πρόεδρος Compoli-Gigli είχε παραδεχθεί πώς υπήρχαν προχωρημένες συζητήσεις για ανταλλαγή Buffon-Abbiati, η οποία όμως – ευτυχώς για εμάς – δεν προχώρησε. Τέλος, ο ίδιος πρόσφατα δήλωσε πώς αν δεν τον έπειθε ο Conte το καλοκαίρι του 2011 να παραμείνει στο Τορίνο, πιθανότατα τώρα θα υπερασπιζόταν τα δοκάρια της Roma. Αν μη τι άλλο, μοιάζει δικαιωμένος για την επιλογή του και ευτυχισμένος, που δεν αποχώρησε τελικά.

Let the legends talk about a legend.
Η αναγνώριση του Buffon στη γείτονα χώρα είναι καθολική, με ιερά τέρατα της προπονητικής να στάζουν μέλι για τον τερματοφύλακα της Juventus. Ο προπονητής, που τον έριξε στα βαθιά, πριν 20 περίπου χρόνια, Nevio Scala δήλωσε ότι του οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ, που με τη μετέπειτα πορεία του ο Buffon δικαίωσε την επιλογή του να τον επιλέξει έναντι του κολλητού του φίλου Alessandro Nista εκείνο το βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη. Ο προπονητής κάτω από τις οδηγίες του οποίου μεγαλούργησε, Marcello Lippi, είχε περιγράψει γλαφυρά πως ο Buffon είναι μοναδικός επειδή με μια απόκρουσή του μπορεί να προκαλέσει πανηγυρισμούς, ανάλογους με εκείνους στην επίτευξη ενός γκολ. Τέλος, ο Fabio Capello διαπίστωσε πολύ εύστοχα ότι η Juventus, στη διετία που την προπόνησε, ήταν η μόνη ομάδα, που ξεκινούσε με αβαντάζ 10 πόντων, λόγω των σωτήριων επεμβάσεων του Buffon στη διάρκεια της χρονιάς. Αν μη τι άλλο, κολακευτικά τα σχόλια, από καταξιωμένους allenatori.

Το παράπονο κι η δήλωση.
Το πιο χτυπητό σημείο αποτυχίας στην καριέρα του, όπως και σε πολλών παικτών εκείνης της ομάδας, ήταν η απώλεια του Champions League το 2003. Η πορεία μέχρι τον τελικό ήταν φανταστική, με τους πάντες να βάζουν το λιθαράκι τους για να φτάσει η Juventus στο Manchester. Όμως σ’ αυτόν, στο Θέατρο των Ονείρων, το μεγάλο όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή μετατράπηκε σε εφιάλτη. Η απουσία για τη Juventus είχε όνομα και επώνυμο. Pavel Nedved. Εάν ο ξανθομάλλης Τσέχος δεν είχε δεχθεί εκείνη την ανόητη κίτρινη στα τελευταία δευτερόλεπτα του ημιτελικού με τη Real Madrid για μαρκάρισμα στο κέντρο, ίσως η ιστορία να ‘χε γραφτεί αλλιώς. Κι ίσως ο Buffon, να μην έφερε βαρέως μέχρι σήμερα το στίγμα της απώλειας του τίτλου, παρ’ όλες τις επεμβάσεις του – στην κεφαλιά του Inzaghi, για παράδειγμα – και στις αποκρούσεις των δύο πέναλτι στη ρώσικη ρουλέτα, που δε στάθηκαν αρκετές. Σε μια από τις καθιερωμένα «ζουμερές» συνεντεύξεις του, όταν καλείται να μιλήσει εκπροσωπώντας τους συμπαίκτες του είχε δηλώσει από καρδιάς, πώς είναι έτοιμος να θυσιάσει 3-4 χρόνια από την καριέρα του, αρκεί να αξιωθεί να σηκώσει το ιερό δισκοπότηρο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Βλέποντας τη λαχτάρα του για το συγκεκριμένο τρόπαιο, αλλά και την πορεία της Barcelona τα επόμενα χρόνια, αντιλαμβάνεται κάποιος γιατί εκείνη η απόφαση το 2006, αποκλείεται να μην πάρθηκε από καρδιάς.

Μια παράδοση, που δύσκολα σπα.
Από το Giampiero Combi, προπολεμικά, στο Dino Zoff, το Stefano Tacconi κι από ‘κει στον Peruzzi και το Buffon, η Juventus έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική παράδοση. Διαθέτει τους καλύτερους Ιταλούς keepers, ανά περιόδους. Το ιδιότυπο της υπόθεσης έγκειται στο ότι εκτός από στυλοβάτες της Vecchia Signora, οι ίδιοι αποτέλεσαν και ακρογωνιαίους λίθους των Azzurri, προεξεχόντων των Zoff και Buffon, που είναι ίσως οι κορωνίδες της ιταλικής σχολής τερματοφυλάκων. Της κορυφαίας σχολής στην παραγωγή τερματοφυλάκων παγκοσμίως.

Προεργασία, παρέλαση ονομάτων και λάθος εκτίμηση.
Από το καλοκαίρι του 2012, όταν και σφραγίστηκε η επιστροφή της Juventus στο προσκήνιο με το πρώτο της Scudetto, έξι ολόκληρα χρόνια μετά, η διοίκηση κινείται σωστά, σχεδιάζοντας το παρόν με ορίζοντα όμως το μέλλον. Με γνώμονα την αγωνιστική πρόοδο και την καθιέρωση της ομάδας στα πιο εύρωστα και δυνατά κλαμπ του πλανήτη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κινείται η διετής ανανέωση του συμβολαίου του Buffon το περσινό καλοκαίρι, για άλλα 2 χρόνια. Στην ίδια λογική, αποκτάται, μετά από υπόδειξη του ίδιου του Gigi, 2 καλοκαίρια πριν, o Nicola Leali από τη Brescia έναντι 3,5 εκατομμυρίων ευρώ. Επένδυση, που δε φαίνεται να πιάνει τόπο, καθώς μετά από δύο συναπτούς δανεισμούς, σε Virtus Lanciano και Spezia, ο νεαρός δεν πείθει με τις εμφανίσεις του.

Οι φήμες για την απόκτηση νέου και δοκιμασμένου τερματοφύλακα, πληθαίνουν φυσικά, με πολλά ονόματα υποψηφίων να έχουν παρελάσει από τον ιταλικό τύπο το τελευταίο χρονικό διάστημα. Οι Trapp (Eintrach Frankfurt), Ter Stegen (Borussia MGladbach, πριν κλείσει στη Barcelona), Krul (Newcastle), Perin (Genoa) κι εσχάτως Scuffet (Udinese) είναι τα ονόματα, που έχουν απασχολήσει τη Juventus, σύμφωνα με τους δημοσιογράφους στη γείτονα χώρα.. Βέβαια, πρέπει να αναλογιστούμε πώς η Juventus «ελέγχει» τη δεδομένη στιγμή μια 11άδα από τερματοφύλακες. Ποιοι είναι αυτοί; Buffon, Storari, Rubinho από την πρώτη ομάδα, Vanucchi, Citti και Audero από τις ακαδημίες, Pinsoglio, Fiorillo, Branescu με συνιδιοκτησία σε άλλες ομάδες και Nocchi-Leali δανεικοί. Είναι γεγονός ότι πρέπει να αξιολογηθούν όλες οι περιπτώσεις, να προκριθούν εκείνες που θεωρούνται ελπιδοφόρες και να αποχωρήσουν για άλλες πολιτείες οι μη ικανοί να σταθούν στο επίπεδο της Juve.


                  





Η άποψη.
Ήρθε η ώρα να εκφράσει και ο υπογράφων τη γνώμη του, για τη διαδοχή του τεράστιου Buffon.

Αρχικά, θεωρώ βασική παράμετρο της υπόθεσης τη μακρόπνοη επένδυση για το μέλλον. Εξετάζοντας τις συνιστώσες ηλικία, προσόντα, καταγωγή και χρήματα, που απαιτούνται για την περαίωση μιας πιθανής μεταγραφής, δίνω την «ψήφο» μου στο Simone Scuffet. Πιστεύω ακράδαντα ότι η Juventus οφείλει στην παράδοσή της να εμπιστευτεί Ιταλό τερματοφύλακα για το νούμερο 1 στη μετά-Buffon εποχή. Ο νεαρός, από τη μητροπολιτική περιοχή του Udine μοιάζει να είναι η καλύτερη περίπτωση. Νεαρός, με πολλά προσόντα, πολύ ταλαντούχος και πάνω απ’ όλα ώριμος στο παιχνίδι του. Στα 17 του χρόνια, έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να τεθεί κάτω από την «προστασία» του Buffon, μαθαίνοντας τα μυστικά της θέσης από τον καλύτερο. Με 30 συμμετοχές under his belt, που λένε και οι Άγγλοι, ο Pozzo έχει βρει ήδη το επόμενο περιουσιακό του στοιχείο, που θα αποφέρει κέρδη στους Zebrette. Η τιμή του αυτή τη στιγμή ανέρχεται στα 10 εκατομμύρια ευρώ, με την αντικειμενική του αξία στο χρηματιστήριο του ποδοσφαίρου να κινείται στο ¼ της τιμής αυτής, ήτοι στα 2,5 περίπου. Η Roma τον γλυκοκοιτάζει, αλλά με τις πολύ καλές σχέσεις ανάμεσα σε Juventus και Udinese, φαντάζει να έχει τον πρώτο λόγο ο Marotta, αν αποφασίσει να κινηθεί για να τον αποκτήσει.

Για τους προληπτικούς και τους λάτρεις της σημειολογίας: Το επώνυμο του νεαρού είναι αρκετά παράξενο για ιταλικό – όπως και των Zoff, Buffon-. Επιπλέον, εμπεριέχει το ff, όπως και τα επίθετα των δύο θρύλων. Τέλος, ο Scuffet στο ντεμπούτο του κράτησε ανέπαφη την εστία του απέναντι στη Milan, όπως και ο Buffon, έστω κι αν η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδοχές των Rossoneri είναι χαώδης.

Κλείνοντας, είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε ότι πλέον ένας κύκλος κλείνει για μια γενιά πρωταθλητών, που υπηρέτησαν τη Μεγάλη Κυρία. Όπως απαραίτητη είναι και η γρήγορη δράση από μέρους της διοίκησης, ώστε να καλυφθεί το κενό επάξια για τα επόμενα χρόνια. Υπόθεση αρκετά δύσκολη, καθώς ο Buffon έθεσε τον πήχη στον 7ο ουρανό. Χρειάζεται υπομονή και ελαχιστοποίηση της γκρίνιας, ώστε να καταφέρει το επόμενο νούμερο 1 να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, χωρίς την αφόρητη πίεση και την επιβλαβή σύγκριση με τον προκάτοχό του. Τέλος, χρειάζεται πίστη στην επιλογή μας, καθώς η Juventus έχει δείξει ότι έχει τη δυνατότητα να μεταπλάσει με πειστικό τρόπο τους παίκτες της, δημιουργώντας τους ήρωες του αύριο για την εξέδρα της. Πίστη και κουράγιο.

Forza!