Κάποτε, σε μια εποχή που η φωτογραφία είχε χειροπιαστό νόημα, κυριολεκτικό αποτύπωμα στις ζωές των ανθρώπων και δεν αποτελούσε καθημερινό πάρεργο ή ασίγαστη εμμονή της οικουμένης, ο φακός της κάμερας διψούσε ακόρεστα για στιγμές. Χαράς ή λύπης δεν τον ενδιέφερε. Του αρκούσε η ένταση, η δύναμή τους να μπορεί να τις οδηγεί σε αυτονόμηση από το δισδιάστατο χαρτί στο οποίο κάποιος τις καταράστηκε να διαβιούν εγκλωβισμένες εγκλωβισμένες. Είμαστε στη δυτική ακτή των ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα στο Λος Άντζελες. Ο Ήλιος σφυροκοπά ανελέητα επί 2 και πλέον ώρες τους 22 ανθρώπους μέσα στο τερέν και τις χιλιάδες των θεατών στις κερκίδες, παγιώνοντας για μια ακόμη μέρα μάταια την εξουσία του. Ο Τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’94 έχει οδηγηθεί στη διαδικασία των πέναλτι και την ευθύνη της εκτέλεσης έχει στα πόδια του ο Ρομπέρτο Μπάτζο. Η φόρα του είναι λίγα βήματα, με στήριγμα την εμπειρία και την ικανότητά το. Είναι σπεσιαλίστας. Το έχει κάνει εκατοντάδες φορές. Ξεκινά να μειώνει την απόσταση από τη μπάλα μεθοδικά μέχρι να συναντηθούν και να καθορίσει την πορεία της. Παιχνιδάκι. Το έχει κάνει εκατοντάδες φορές. Το πόδι του ακουμπά τη μπάλα με δύναμη, της δίνει κατεύθυνση, ύψος και τροχιά. Εκείνη όμως σαν από καπρίτσιο ή από ανυπακοή στο γητευτή της φεύγει εκατοστά πάνω από το στόχο. Το κεφάλι κάτω σε γωνία 45 μοιρών, τα χέρια στη μέση αποκαμωμένος κι αποκαρδιωμένος κι από πίσω κιτρινοπράσινες κραυγές. Το είχε κάνει εκατοντάδες φορές. Αυτήν όμως όχι.
Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε τί πήγε λάθος με την εκτέλεση, δεν κρύφτηκε πίσω από το δάκτυλό του, ούτε θέλησε να εξωραΐσει την κατάσταση. Η απάντησή του ήταν το βασικό αντεπιχείρημα σ’ όλους όσοι τον έβλεπαν ως Θεό ή ως Μεσσία. Δεν ήταν. Ήταν θνητός, ένα παιδί 27 ετών. Πολλά είχαν ειπωθεί και η παραφιλολογία είχε φουντώσει – έτσι δε συμβαίνει πάντα στις αποτυχίες άλλωστε; Η συζήτηση εστίαζε στο μικροπρόβλημα τραυματισμού με το οποίο αγωνίστηκε στον Τελικό. Ίσως τον είχε επηρεάσει. Ο Μπάτζο έδιωξε κάθε σύννεφο, κάθε αμφιβολία. Η κόπωση ήταν μεγάλη για εκείνον και τους συμπαίκτες του, καθώς αγωνίστηκαν για 120 λεπτά υπό αφόρητη ζέστη και με τον ήλιο να τους επιτίθεται μανιωδώς. Έτσι, τη στιγμή που έπρεπε να χτυπήσει τη μπάλα, όντας εξουθενωμένος, δεν υπολόγισε καλά χτυπώντας τη με περισσότερη δύναμη και στέλνοντάς την στην αιωνιότητα - κυριολεκτικά. Ισχυρισμός που μάλλον στέκει, αφού ο Μπαρέζι με την εκτέλεσή του είχε στείλει τη μπάλα να προϋπαντήσει εκείνη από την εκτέλεση του Μπάτζο, που θα ακολουθούσε.
Είχε αστοχήσει στο σημαντικότερο χτύπημα της καριέρας του έως τότε. Αντικειμενικό γεγονός. Το κολλάζ στιγμών που συναπαρτίζουν αυτό το γεγονός αποτελούν για τον παίκτη σημείο οριακό. Είναι το κοινό έδαφος στο οποίο πατούν τα κατορθώματα του ήρωα, αλλά και η τραγικότητά του. Εκεί συναντώνται η συγγνωμοσύνη με την αγνωμοσύνη και συνυπάρχουν ο άγγελος με το δαίμονα. Ο ηγέτης ενός ολόκληρου ποδοσφαιρικού έθνους είχε σβήσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Και μαζί του κατακρημνίστηκαν όνειρα, αυταπάτες, ονειρώξεις πολλών εκατομμυρίων, ανήμπορων μπροστά στο θέαμα, ανθρώπων. Όλα αυτά τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι προσδοκίες ακουμπούν ακριβώς εκεί, για απειροελάχιστο χρόνο, και εκσφενδονίζονται για να επιτελέσουν το σκοπό τους. Ο καθείς, η καθεμιά, το καθένα. Για τον Μπάτζο ήταν η στιγμή του και κατάφερε να τη στήσει στο ραντεβού τους. Κι αν συζητάμε τόσο αναλυτικά για το συγκεκριμένο χαμένο πέναλτι ανάμεσα στα χιλιάδες άλλα, σε εξίσου σημαντικές περιστάσεις, δεν συμβαίνει επειδή ήταν η μοναδική στιγμή των Ατζούρι. Είχαν κατακτήσει Παγκόσμιο Κύπελλο και θα ξανακατακτούσαν. Η επιμονή στα 30 δεύτερα, εκείνου του απομεσημέρου στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν να κάνουν με τη σημασία και τη σπουδαιότητα του ανδρός. Με τη βαρύτητα, το ανάστημα και την ακτινοβολία του. Ομολογούν το τί ήταν ο Ρομπέρτο για τους Ιταλούς εκείνη την εποχή. Κάτοχος της Χρυσής Μπάλας. Ποδοσφαιρικός Μεσσίας; Ενδεχομένως. Εκείνος είχε άλλη εικόνα για τον εαυτό του πάντως.

Αξίζει να αγγίξουμε τη σωστή διάσταση των πραγμάτων όμως, αντίθετα με τις βουλές της Ιστορίας. Εκείνη του είχε κρατήσει τον – τραγικό – το ρόλο του μοιραίου. Ισχύει όμως αυτό; Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Για αρχή, η Ιταλία χωρίς τον Μπάτζο ήταν μια ομάδα με χαμηλό ταβάνι και σχετικά μέτρια ποιότητα για τα υψηλά στάνταρ των Ατζούρι. Αν δεν υπήρχε ο Θεϊκός Κοτσιδάκιας σ’ αυτό το ρόστερ, δύσκολα θα έφτανε η Σκουάντρα Ατζούρα στον τελικό της διοργάνωσης. Κυρίως όμως, το χαμένο πέναλτι του Μπάτζο δεν ήταν τόσο καθοριστικό. Είχαν προηγηθεί τα χαμένα πέναλτι των Μπαρέζι και Μασάρο, ενώ η Σελεσάο είχε ένα ακόμη χτύπημα, έπειτα από εκείνο του Μπάτζο, με εκτελεστή το Ρομάριο. Επομένως, το άστοχο πέναλτί του δεν ήταν καταδικαστικό για την Ιταλία, απλά θα διατηρούσε για κάποια ακόμη λεπτά ζωντανές τις ήδη ελάχιστες ελπίδες των Ατζούρι. Για ποιο λόγο ενεγράφη στη λαϊκή μνήμη το πέναλτι αυτό ως η «καταδίκη της Ιταλίας»; Λόγω της σπουδαιότητας και του αναστήματος του ανδρός, της γοητείας που ασκεί στα πλήθη η μετατροπή του απόλυτου ήρωα σε τραγική φιγούρα και η ανάγκη των ανθρώπων να διηγούνται τέτοιες ρομαντικά παραμορφωμένες ιστορίες. Ίσως και λόγω όσων προαναφέραμε για τον ίδιο τον ποδοσφαιριστή.
Για το Ρομπέρτο Μπάτζο και την καριέρα του θα ήταν πολύ ντετερμινιστικός και απόλυτος ο χαρακτηρισμός «ορόσημο» για το χαμένο πέναλτι. Πρόκειται σίγουρα για μια δυνατή, ανεξίτηλη στη μνήμη στιγμή. Δεν καθόρισε όμως την πορεία του. Θα ήταν καταχρηστικό να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο, γιατί δε συντελείται κάποια τομή στη ζωή, στην πορεία του. Συνεχίζει να αγωνίζεται στη Γιούβε, συνεχίζει να παίζει και με την Εθνική Ιταλίας. Βιώνει μια στροφή στην καριέρα του - σε δεύτερο όμως χρόνο - που κατά την άποψη του γράφοντος έχει τη διφυή ρίζα της τόσο στους δικούς του τραυματισμούς (7 τα χειρουργεία στην καριέρα του συνολικά), όσο και στην άνοδο των νέων αστέρων του ιταλικού ποδοσφαίρου (βλέπω Ντελ Πιέρο, Τότι), με την παράλληλη ύπαρξη διάφορων περιφερειακών αστέρων, όπως ο Τζόλα για παράδειγμα. Ο Μπάτζο έμοιαζε να εγκαταλείπει, χωρίς τη δική του βούληση βέβαια, από το ’94 και μετά το ιταλικό αρχέτυπο του ηγέτη – σημαία μιας ομάδας, με διάρκεια στο χρόνο, μετατρεπόμενος μάλλον ακούσια σ’ έναν ποδοσφαιρικό νομά. Φορεσιά που του ταίριαζε καλύτερα εν τέλει, καθότι, πλην της Φιορεντίνα, δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο με άλλη ομάδα του (ίσως τη Μπρέσια στα ποδοσφαιρικά του ύστερα), αλλά ήταν καθολικός, οικουμενικός, όλης της Ιταλίας. Για όλα αυτά όμως δεν ευθύνεται το χαμένο πέναλτι. Ούτε ο ίδιος φυσικά. Τον επηρέασε το χαμένο πέναλτι; Σίγουρα είχε επάνω του ψυχικό αντίκτυπο, όπως κάθε αποτυχία. Τον όρισε, καταβάλλοντάς τον; Μάλλον όχι. Άλλωστε, ο ίδιος σε μια αποτίμηση της καριέρας του, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ομολόγησε ότι πέτυχε στην καριέρα του όλα όσα είχε ονειρευτεί ως παιδί.
Εν κατακλείδι, η στιγμή του στη διαδικασία των πέναλτι, στα δικά μου μάτια, ενίσχυσε το μύθο του, τον γιγάντωσε. Κατέβασε ένα είδωλο σε γήινο επίπεδο, έδειξε ακόμη ότι και οι άφθαρτοι είναι θνητοί, με τρωτά σημεία και στιγμές αδυναμίας και ανημπόριας. Τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, πέραν του ποδοσφαίρου, ανάγοντάς τον – μέσω της διαφήμισης για το γνωστό ουίσκι – σ’ ένα σύμβολο επιστροφής μετά τη συντριβή. Ο Μπάτζο έδειξε δια του παραδείγματος ότι κι εκείνοι «στων οποίων τα πόδια τραγουδούν οι άγγελοι» είναι τρωτοί μ’ έναν υπέροχο, ανθρώπινο τρόπο.
Πριν ακριβώς 31 χρόνια.