Τέλη Μαρτίου.
Τα πάντα έχουν παραλύσει στην Ευρώπη.
Ο αθλητισμός, όπως και άλλοι τομείς της
ζωής μας, σίγουρα σημαντικότεροι, έχει
γονατίσει λόγω κορωνοϊού. Πριν τη διακοπή
των πρωταθλημάτων, η Juventus
ζούσε την καθιερωμένη ρουτίνα της
επί μια 10ετία. Μοναδική, ειδοποιός
ωστόσο διαφορά, οι αγωνιστικές δυσκολίες
που ελάχιστες φορές είχε συναντήσει
την εποχή της σύγχρονης παντοκρατορίας
της. Γρήγορο flashback
στα Χριστουγέννα του 1993. Τα
διοικητικά ηνία των bianconeri
παίρνει στα χέρια του ο Umberto
Agnelli, έπειτα από
συμφωνία και “διακανονισμό” με
τον αδερφό του Gianni.
Ο Dottore
“συλλαμβάνει”
και συστήνει τη διαβόητη Triade,
διοικητικό φόβητρο για κάθε αντίπαλο
της Κυρίας. Κύριο μέλημα της νέας
διοικητικής κατάστασης η αυτονόμηση
και ανεξαρτητοποίηση της Juventus
από την τσέπη της οικογένειας
Agnelli. Μόνη
οδός η αυτοχρηματοδότηση. Πίσω στις
μέρες εκείνες, η απόφαση έμοιαζε με
πράξη “σκληρής αγάπης”. Οι Gianni
και Umberto
δεν είχαν κρύψει ποτέ πως η Juve
ήταν η πολύτιμή τους θυγατέρα. Το
πάθος τους γι’ αυτήν δε χωρούσε καμιά
αμφιβολία. Για εκείνους αντιπροσώπευε
κάτι υπερβατικό, ένα μεταφυσικό δέσιμο,
μια σχέση βαθιά και συναισθηματική.
Ήταν η κληρονομιά και το προικιό, που
τους άφησε ο αδικοχαμένος πατέρας τους,
Edoardo. Ο
πρώτος της οικογενείας, που συνέδεσε
το όνομά του με την ομάδα της πόλης,
αναλαμβάνοντας να τη χρηματοδοτήσει.
Η κοινή πορεία της ιταλικής δυναστείας
με τη Juve προσεγγίζει
τον έναν αιώνα κι είναι σχεδόν παράλληλη
με την πορεία ζωής μιας άλλης, νεότερης
κόρης, της Ferrari.
Της εταιρίας που υπήρξε η έμπνευση
για να αλλάξει το mindset
των δύο αείμνηστων παραγόντων στο
ποδοσφαιρικό επιχειρείν. Η αλλαγή που
σε πρώτο χρόνο έμοιαζε τιμωρητική, ήταν
στην πραγματικότητα το σπουδαιότερο
δώρο δύο βαθιά συνειδητοποιημένων
ανθρώπων. Που είχαν αντιληφθεί τη
θνητότητά τους – άλλωστε ο θάνατος ήταν
διαρκώς παρών στην καθημερινότητά τους
– και δεν ήθελαν η μοναχοκόρη τους να
εξαρτάται από τις ορέξεις κανενός, πολλώ
δε μάλλον από το πεπερασμένο της φυσικής
τους παρουσίας. Ανεξαρτήτως του
ενδοοικογενειακού εμφυλίου, οι Agnelli
δηλώνουν παρών, πιο δυνατοί και
κυνικοί από ποτέ. Κι έχουν σκοπό, εφόσον
πρόκειται για κοινή επιδίωξη των 2
φατριών της οικογένειας, να κάνουν ό,τι
και στις επιχειρήσεις τους. Να οδηγήσουν
τη Juve στην
κορυφή, εκπληρώνοντας το όνειρο των
Gianni και Umberto.
Ας δούμε όμως με ποιο τρόπο.
Μοντέλο
Ferrari
“Βιομηχανικό
Πλάνο”.
Δύο λέξεις που καταλαμβάνουν θεόρατο
χώρο στο θυμικό του μέσου οπαδού της
Juve.
Δύο
λέξεις που στοίχειωναν τα όνειρά του
όσο έβλεπε την ομάδα να βαλτώνει.
Πρόκειται για το σχέδιο που ανέλυσε ο
Antonio
Giraudo
σε
συνέντευξή του στην εφημερίδα
Repubblica
εβδομάδες
πριν το ξέσπασμα του
Calciopoli.
Βάση
και έμπνευση του σχεδίου, που είχε σκοπό
να γιγαντώσει τη
Juventus,
στάθηκε
το επιχειρηματικό μοντέλο της Ferrari.
Μιας
εταιρίας, που ανήκει στο portfolio
των
Agnelli
κι
αποτελεί αναμφισβήτητα το πετράδι του
στέμματος της αυτοκρατορίας τους στο
χώρο της αυτοκίνησης. Η
Ferrari,
επί
της ουσίας, έχει μεταβληθεί πλήρως πλέον
σε μια entertainment
company,
της
οποίας μονάχα ένα μικρο κομμάτι άπτεται
του αθλητισμού. Η Rossa
προσφέρει
παντός είδους υπηρεσίες – ξενοδοχεία,
ένδυση, media,
ακίνητα
– όντας ένα γιγαντιαίο brand
σε
παγκόσμια κλίμακα, με τεράστια αποδοχή
και εκτόπισμα τόσο εντός όσο και εκτός
Ιταλίας.
Αυτό μαρτυρούν γλαφυρά και τα οικονομικά
στοιχεία της. Τη 10ετία
που πέρασε η Scuderia
εισέπραξε
£1,65bn
από
χορηγούς, με peak
της
το 2010
όταν
και γέμισε τα ταμεία της με £196,9mn.
Για
να γίνει κατανόητο το μέγεθος της
δυναμικής του εμπορικού σήματος της
Ferrari,
αρκεί
να πούμε ότι τα έσοδα των Red
Bull Racing
και
Mercedes
το
ίδιο χρονικό διάστημα ήταν υποδιπλάσια,
με τις 2
αυτές ομάδες να έχουν μάλιστα
μονοπωλήσει τις
κατακτήσεις τίτλων σε οδηγούς και
κατασκευαστές. Γίνεται λοιπόν αντιληπτός
ο απώτερος σκοπός των Agnelli
στο
νέο βαρύνον αθλητικό τους στοίχημα,
τους bianconeri.
Ο
συντηρητισμός ως διέξοδος
Κι
αν τα οικονομικά της Ferrari
ήταν,
είναι και θα είναι ανθηρά, το ίδιο δε
μπορούσε κανένας να υποστηρίξει επ’
ουδενί για εκείνα της Κυρίας,
όταν ο Andrea
Agnelli
αποφάσιζε
να βγει μπροστά. Τα έσοδά της άγγιξαν
το 2010
ιστορικό χαμηλό, κυμαινόμενα στα 153,9
εκατομμύρια ευρώ, διαμορφώνοντας μια
κατάσταση πρωτοφανούς τοξικότητας και
μια ανάγκη για δραστική αλλαγή πλεύσης.
Σε πρώτο πλάνο μπήκε η σταθεροποίηση
της ομάδας στα υψηλά πατώματα του
Campionato.
Για
να επιτευχθεί άμεσα ο στόχος, επελέγη
η πεπατημένη οδός, που είχε αποδώσει τα
μέγιστα τόσες και τόσες φορές στο
παρελθόν. Αγωνιστικός κυνισμός ήτοι
βάρος στα αποτελέσματα. Το
αρχικό στοίχημα μικρού ρίσκου, ελέω
χαμηλών προσδοκιών σε πρώτη φάση, με
την πρόσληψη του Antonio
Conte,
αποδείχθηκε
υψηλής απόδοσης. Επιπλέον, δε μπορεί να
παραγνωριστεί η συνδρομή του νεόδμητου
Allianz
Stadium,
που
έδωσε σπουδαία ώθηση και δυναμική στην
ομάδα. Μετά την αποχώρηση του Conte,
προκρίθηκε
η ασφαλής – μάλλον – επιλογή του Max
Allegri
από
το Beppe
Marotta.
Κι
όσο γέμιζε η τροπαιοθήκη στην 5ετία
του Λιβορνέζου,
άλλο τόσο γέμιζαν και τα ταμεία του
κλαμπ, γεγονός που αποτυπώθηκε στους
ισολογισμούς του (596,408
εκατομμύρια ευρώ στις 12/6/2019).
Η
Juventus
είχε
σταθεροποιηθεί ξανά στα υψηλά πατώματα
της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ,
παράμετρος ζωτικής σημασίας για τη
διατήρηση των κεκτημένων εντός Ιταλίας
και την παρουσίαση ανταγωνιστικού
συνόλου εκτός. Παράλληλα, η μετοχή της
εκτοξεύθηκε και μετατράπηκε σε πολύ
ισχυρό χαρτί, καταφέρνοντας να εισέλθει
στο δείκτη FTSE-MIB,
στο
γκρουπ με τις 40
πιο αξιόπιστες μετοχές του Χρηματιστηρίου
του
Μιλάνο,
γινόμενη η 4η
εταιρία συμφερόντων Agnelli,
που
επιτυγχάνει κάτι τέτοιο. Η κεφαλαιοποίηση
της Juventus
το
ίδιο χρονικό διάστημα άγγιζε τα 1,25
δις
ευρώ. Έργο και σαφώς επιστέγασμα όλης
της μεθοδικής και σκληρής δουλειάς των
περασμένων ετών. Το σημαντικότατο αυτό
επίτευγμα δεν έμελλε όμως να διαρκέσει
όσο προσδοκούσαν στο Τορίνο.
Από τις 23
Μαρτίου η Μεγάλη
Κυρία
απόλεσε τη θέση της στο συγκεκριμένο
δείκτη, ενώ σε διάστημα μικρότερο του
ενός έτους έχει χάσει το 40%
της αξίας της. Απότοκο κακών χειρισμών,
λάθος επιλογών, διεργασιών και συγκυριών.
Η
αλλαγή από τα πάνω
Βασική
σταθερά την παρελθούσα 10ετία
είναι η τεχνοκρατική λογική με την οποία
“τρέχει”
η Juve.
Όταν
ο ρυθμός ανάπτυξης της Juve
περιορίζεται,
επιβραδύνεται, συστέλλεται τότε πρόσωπα,
φιλοσοφία ή ό,τι τέλος πάντων, κρίνεται
πως υστερεί, αλλάζει. Στο πλαίσιο αυτό
αποφασίστηκε η μη συνέχιση της συνεργασίας
το Σεπτέμβριο
του
2018
με δύο από τους στυλοβάτες της αναγέννησης
των
Gobbi,
τους
Beppe
Marotta
και
Aldo
Mazzia,
καθώς
η επιχειρησιακή τους αντίληψη θεωρήθηκε
συντηρητική και βαρίδι για το επόμενο
βήμα, το leap
up.
Ο
Agnelli
έδωσε
τα ηνία σε μια νέα γενιά παραγόντων με
νέες, φρέσκιες ιδέες, επιθετικότητα και
ροπή στην καινοτομία. Κέντρο του πρότζεκτ
αποτελεί πλέον το όμορφο και σύγχρονο
ποδόσφαιρο, η ταχεία διείσδυση του brand
σε
“παρθένες
αγορές”
και όλη η διαδικασία, που απαιτείται
για να αγγίξει ο σύλλογος τους στόχους
του. Αυτό προδίδει μια σειρά κινήσεων
που έγιναν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση
με αφετηρία τον Απρίλιο
του 2019
και
αγγίζοντας το σήμερα. Εκ του αποτελέσματος
αποδείχθηκε ότι η περσινή χρονιά, η
τελευταία του Max
Allegri
στον
πάγκο της ομάδας ήταν κάτι μεταξύ
μετάβασης και τελευταίας ευκαιρίας για
τον απελθόντα προπονητή.
One
last shot,
που
κέρδισε λόγω των όσων είχε προσφέρει
στο κλαμπ επί μια 5ετία.
Δυστυχώς – και για τον ίδιο, απέτυχε να
προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις,
ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα της
αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό
της ομάδας. Η διοίκηση κατανόησε ότι ο
κυνισμός και η νέα φιλοσοφία που θέλει
να υιοθετήσει και φιλοδοξεί να
καθιερώσει ήταν πρακτικά αδύνατο να
συμβαδίσουν. Αποτέλεσμα η δημιουργία
ενός χάσματος στα σπλάχνα της ομάδας,
που καθρεπτίστηκε στη χαοτική διαφορά
μεταξύ ατομικής και ποιότητας παιχνιδιού
της Juve
στον
αγωνιστικό χώρο. Η αλλαγή έπρεπε να
είναι βαθύτερη, πιο τολμηρή.
Επιθυμία
για μετάλλαξη
Η
αλλαγή αντίληψης αγωνιστικά, αλλά και
στο μεταγραφικό κομμάτι αποτελεί
κοινό τόπο για όλους στην Continassa
από
το περασμένο καλοκαίρι. Όλοι την έκριναν
επιτακτική. Και προσπαθούν να
διαφοροποιήσουν τον τρόπο δουλειάς όσο
αυτό καθίσταται δυνατό. Στο κέντρο του
πρότζεκτ που ανέλαβε να φέρει εις πέρας
ο Fabio
Paratici
και
το team
του
είναι το ποδόσφαιρο. Το καλό ποδόσφαιρο
συγκεκριμένα. Παράλληλα, έχουν μεταβληθεί
ριζικά οι προδιαγραφές του “ιδανικού
ποδοσφαιριστή”.
Θα έλεγα ότι παρατηρείται μια στροφή
180
μοιρών
σ’ αυτό το κομμάτι. Το βάρος πέφτει στην
ποδοσφαιρική ικανότητα και προκρίνονται
οι υποψήφιοι με τα πλέον σύγχρονα
χαρακτηριστικά. Η “στροφή”
αυτή επαναφέρει σε πρώτο πλάνο την
ικανότητα με τη μπάλα στα πόδια, ενώ
υποσκελίζεται η “αθλητική
υπεροχή”.
Μια αρχή, που διέτρεχε όλες τις μεταγραφές
της Juve
από
το 2010
κι εφ’ εξής. Το μεγάλο αγκάθι εν προκειμένω
για το σύλλογο είναι η χαμένη του αρμονία.
Η εταιρική στρατηγική και οι απαιτήσεις
του προπονητή συμπλέουν μόνο σε φιλολογικό
επίπεδο μέχρι τη στιγμή, που γραφόταν
το συγκεκριμένο κομμάτι. Η έλλειψη
ισορροπίας και η συνεπακόλουθη σύγχυση
είναι διάχυτες στο περιβάλλον των
ασπρόμαυρων. Η
επανάκτησή της είναι η νούμερο ένα
προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, η συνειδητοποίηση
της ανάγκης για μια ολιστική ποδοσφαιρική
φιλοσοφία για όλες τις ηλικιακές ομάδες
της Μεγάλης
Κυρίας
είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. “Παίζει”
δυνατά, βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο,
καθώς οι απαιτήσεις που έχουν δημιουργηθεί
σ’ αυτό το πεδίο είναι μεγάλες και
συνοδεύονται συχνά από πομπώδεις
δηλώσεις. Όταν ερωτήθη ο Sarri
για
το συγκεκριμένο ζήτημα στο πλαίσιο της
παρουσίασής του ανέφερε χαρακτηριστικά:
“Ήρθα
εδώ μόλις χθες, στο sir
Alex πήρε
20 χρόνια για να περάσει ένα στυλ
ποδοσφαίρου στις μικρές ομάδες, αλλά
και την πρώτη. Θα μου άρεσε να το κάνω,
αλλά θα ήταν μια πολύ, πολύ μακρά
διαδικασία να συναντηθώ με τους διάφορους
προπονητές των μικρών ομάδων. Δε θεωρώ
ότι είμαι αρκετά νέος, ώστε να παραμείνω
εδώ όσο ο sir
Alex στη
United”.
Κόκκινο
ποδόσφαιρο
Η
ποδοσφαιρική φιλοσοφία και το προφίλ
του διαδόχου του Allegri
ήταν
λοιπόν προκαθορισμένα από την
πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί
εντός και πέριξ της Juventus.
Συμπλέοντας
με την κυρίαρχη ποδοσφαιρική τάση της
εποχής, επιλέχθηκε ένας προπονητής που
πρεσβεύει τη δημιουργία εντός των
τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Και τη
ροή. Και τη φαντασία. Και την αρμονία.
Σε πλήρη αντίθεση, φυσικά, με τους
προκατόχους του που υπήρξαν θιασώτες
του απαρχαιωμένου, του αρτηριοσκληρωτικού,
του ντεμοντέ. Η Juventus
είναι
μια ομάδα που διαχρονικά ελάχιστα
αφουγκράζεται τους οπαδούς της. Πάντα
κινείται με βάση το τί την εξυπηρετεί
και δε φοβάται να πράξει το αναπάντεχο,
το απροσδόκητο. Οι οπαδοί περίμεναν
Guardiola,
Pocchetino
ή
έστω Conte.
Αντ’
αυτών η ιδιοκτησία επέλεξε τον Maurizio
Sarri.
Έναν
προπονητή που θα γινόταν κόκκινο πανί
δεδομένα, αλλά ήταν την ίδια στιγμή μια
περίπτωση εφικτή το καλοκαίρι, εν
αντιθέσει με τους προαναφερθέντες. Έναν
άνθρωπο που μπορεί να εξυπηρετήσει το
πλάνο της δημιουργίας βάσης για μια
επόμενη κατάσταση. Ας
είμαστε ειλικρινείς. Το αθλητικό πρότζεκτ
που ανέλαβε ο Sarri
είναι
ο ορισμός της “χαμαλοδουλειάς”,
καθότι πρόκειται για επιμόρφωση κι
επανεκπαίδευση σε ποδόσφαιρο κατοχής
των παικτών, που κρίνονται απαραίτητοι
για την επόμενη μέρα. Παράλληλα, η ομάδα
προσπαθεί να επιτύχει, εί δυνατόν,
αναίμακτα την ηλικιακή ανανέωσή της,
αλλά και την ανανέωση του ποδοσφαιρικού
κυττάρου και χαρακτήρα της. Ο κομμουνιστής,
κατά δήλωσή του,
Sarri
θα
προσπαθήσει να εφαρμόσει μια ποδοσφαιρική
λογική που έλκει τις ρίζες της στους
Ολλανδούς,
διανθίζεται με ποδοσφαιρικά στοιχεία
της αντίληψης του σπουδαίου Σοβιετικού
Lobanovsky
και
προσομοιάζει μ’ αυτή του Guardiola.
Προσπαθεί
να φέρει την επανάσταση σε μια ομάδα
“καθεστωτική”
και “δογματική”,
που βασίζεται σταθερά στις επιταγές
της Προτεσταντικής
Ηθικής.
Φιλοδοξεί να περάσει την αντίληψη ενός
ποδοσφαίρου συνόλου εκ διαμέτρου
αντίθετο μ’ εκείνο που στηρίζεται
αποκλειστικά στο ατομικό ταλέντο. Το
κοινό να υπερτερεί του “κατά
μόνας”.
Για πρώτη φορά η πρωτεύουσα του Πιεμόντε
και, κατά γενική ομολογία, ποδοσφαιρική
της
Ιταλίας φλερτάρει
τόσο έντονα με το χρώμα της ανατροπής,
το χρώμα της Ferrari.
Συνοψίζοντας,
είναι πασίδηλη πλέον η βούληση της
διοίκησης Agnelli
να
εκμεταλλευτεί τη δυναμική που η ίδια
έχει δημιουργήσει με τη δουλειά της
πολυεπίπεδα, υιοθετώντας ένα βιομηχανικό
εταιρικό μοντέλο παραπλήσιο μ’ εκείνο
της Ferrari.
Η
επίτευξη αυτού του στόχου όμως περνά
από το “Ρουβίκωνα”
της
υιοθέτησης από την αιχμή του δόρατος,
δηλαδή την ποδοσφαιρική ομάδα, ενός
στυλ ποδοσφαίρου επιθετικού, θεαματικού
και θελκτικού, ταυτόχρονα όμως και
αποτελεσματικού. Πρόκειται για μια
μακρά και επίπονη διαδικασία, που
δεδομένα θα ξεβολέψει τόσο τους
οραματιστές της όσο και τους οπαδούς
της ομάδας, οι οποίοι έχουν συνηθίσει
σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ριζωμένο
βαθιά, τα τελευταία 20,
τουλάχιστον, χρόνια. Οι
κινήσεις των δύο τελευταίων καλοκαιριών
έχουν μια συγκεκριμένη στόχευση και
συγκλίνουν προς μια συγκεκριμένη
κατεύθυνση. Μήπως είμαστε πιο κοντά από
ποτέ στην αλλαγή του ποδοσφαιρικού
γενετικού κώδικα μιας εκ των πιο
παραδοσιακών ομάδων πανευρωπαϊκά; Μήπως
είμαστε πιο κοντά από ποτέ σε μια
επανάσταση με κόκκινο φόντο; Το μέλλον
θα δείξει..