Το καλοκαίρι
συμπληρώνονται 4 χρόνια από τη μέρα,
που ο Andrea
Agnelli ανέλαβε τα ηνία της Juventus. Μια τετραετία, που, δικαίως, θεωρείται
πετυχημένη. Ο ανιψιός του μεγάλου Gianni και το επιτελείο του κατόρθωσαν να αναγεννήσουν
μια παρακμάζουσα δύναμη, που βρισκόταν σε παρατεταμένο τέλμα. Έκαναν άλματα
προς τα μπρος, με το μεγάλο αυτό σύλλογο να βρίσκεται, τη στιγμή που γράφονται
αυτές οι αράδες στα πρόθυρα του τρίτου διαδοχικού πρωταθλήματος και στα ημιτελικά
του Europa
League. Κατόρθωσαν να βάλουν τάξη στα οικονομικά, να
εξορθολογήσουν το μοντέλο διοίκησης και να δώσουν ξανά χρώμα στο φθαρμένο, από
τις κακές αγωνιστικές χρονιές, όνομα των Bianconeri.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, η διοίκηση έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ζητήματα «καυτές πατάτες», καθώς οι ηγετικές φιγούρες της ομάδας, την περασμένη δεκαπενταετία, βρίσκονται στο λυκόφως της καριέρας τους. Στην πρώτη τέτοιου είδους κρίση, οι κινήσεις ήταν σπασμωδικές και η διοίκηση δεν αφουγκράστηκε την επιθυμία του κόσμου. Λογικό επακόλουθο της αποχώρησης του εμβληματικού αρχηγού Alessandro Del Piero η αρνητική αίσθηση που προκλήθηκε στο φίλαθλο κόσμο, αλλά και η γενικευμένη απογοήτευση και οργή, που διαγράφηκε στα πρόσωπα πολλών Juventini. Ακριβώς δύο χρόνια μετά από τους αποτυχημένους χειρισμούς της, Agnelli και Marotta καλούνται να αντιμετωπίσουν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα, από διαφορετική όμως σκοπιά. Με το συμβόλαιο του Buffon να μπαίνει στον τελευταίο του χρόνο, γίνεται αντιληπτό ότι πρέπει να προετοιμαστεί το έδαφος για τη ζωή μετά τον Ιταλό θρύλο. Υπόθεση δύσκολη, καθώς τόσο η καίρια θέση, που αγωνίζεται, όσο και ο συνδυασμός ποιότητας, προσφοράς και χαρακτήρα αυξάνουν την πίεση στο ζενίθ και ζωγραφίζουν με τα γλαφυρότερα χρώματα την εγγενή δυσκολία του εγχειρήματος της διοίκησης.
Μια καριέρα βγαλμένη από παραμύθι.
Πολλές συστάσεις για το Gigi δε χρειάζονται. Κατέκτησε τίτλους και τιμήθηκε με διακρίσεις, που δε θα τα φανταζόταν ούτε ο ίδιος, όταν περνούσε για πρώτη φορά το κατώφλι των ακαδημιών της Parma το 1991, στα 13 του χρόνια. Στα 36 του εσχάτως, εκτός από βετεράνος, θεωρείται και ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες, που πέρασαν από το παγκόσμιο στερέωμα. Αξία κι ικανότητα, που αντικατοπτρίζεται στο παλμαρέ του, που σφύζει από προσωπικές, συλλογικές κι εθνικές επιτυχίες. Με 139 συμμετοχές είναι ο απόλυτος recordman για τη Squadra Azzurra, ενώ προσφάτως έσπασε το φράγμα των 500 συμμετοχών, ξεπερνώντας τον τεράστιο Dino Zoff. Επιτεύγματα, που μόνο απαρατήρητα δεν περνούν, από συμπαίκτες και αντιπάλους. Από εχθρούς και φίλους.
Master Commander.
Η ικανότητά του τον καθιέρωσε στην ποδοσφαιρική συνείδηση πολλών ως έναν από τους πληρέστερους τερματοφύλακες, που πάτησε χορτάρι. Με σιγουριά πρόκειται για τον επιβλητικότερο και πιο μεστό keeper, της τελευταίας 20ετίας. Κάτω από τα goalpost συνδυάζει εξαιρετικά ρεφλέξ, που μόνο αιλουροειδές διαθέτει, φοβερές εξόδους, ενώ είναι πολύ καλός και με τη μπάλα χαμηλά. Διαθέτει σπάνια αντίληψη του παιχνιδιού και αίσθηση του χώρου, για τερματοφύλακα, προσόν που κουβαλά ως προίκα από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη στρογγυλή θεά, όταν και αγωνιζόταν ως μέσος. Ο απόλυτος έλεγχος των τεκταινόμενων στην περιοχή του, αλλά και η μαεστρία, με την οποία οργανώνει την άμυνά του, τον κατέστησαν για αρκετά χρόνια πραγματικό τείχος για τους αντίπαλους επιθετικούς. Προσωπικά, θεωρώ μεγαλύτερο προσόν του τον ηγετικό χαρακτήρα του, που δε συναντά κάποιος εύκολα σε τερματοφύλακα. Και το παράσημο αυτό μοιάζει ακόμη σημαντικότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπηρέτησε δίπλα σε ποδοσφαιρικούς τιτάνες για το calcio, στην Parma, τη Juventus, αλλά και την Εθνική Ιταλίας, δείχνοντας να μη μειονεκτεί στο ελάχιστο σε χαρακτήρα.
Μικρά μικρά για το Gigi.
Η αφετηρία της τεράστιας καριέρας του δόθηκε στις ακαδημίες της Parma. Στα 13 του, το 1991. Αυτό, που είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό είναι ότι ο Gigi ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στη θέση του χαφ. Η αλλαγή προσανατολισμού και θέσης έγινε μοιραία, λόγω του θαυμασμού, που έτρεφε για τον Καμερουνέζο τερματοφύλακα Thomas N’ Kono. Το ντεμπούτο του, πριν σχεδόν 20 χρόνια, στις 19/11/1995 ήταν όπως ακριβώς θα άρμοζε σ’ έναν μετέπειτα θρύλο. Με ανέπαφη εστία απέναντι στη μεγάλη Milan, κατεβάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα ρολά σ’ εκείνο το παιχνίδι.
Είναι γνωστό πώς πριν μεταγραφεί στη Juventus το καλοκαίρι του 2001, το Buffon είχαν προσεγγίσει η πρωταθλήτρια Roma του Capello και η Barcelona του Van Gaal, που έψαχνε αξιόπιστο τερματοφύλακα εκείνη την περίοδο. Ευρέως διαδεδομένα είναι και τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία κατά πολλούς θεωρούνται ακραία και του έχουν εξασφαλίσει την αναγνώριση και το σεβασμό από τους ακροδεξιούς οπαδούς της Lazio. Ο ίδιος όμως, τονίζει πώς η σχέση είναι αμοιβαία και δεν έχει πολιτικές προεκτάσεις. Θύελλα αντιδράσεων είχε ξεσηκώσει η απόφασή του να φορέσει το 88, αριθμό συμβολικό για τους ακροδεξιούς, καθώς παραπέμπει στο “Heil Hitler”. Η εβραϊκή κοινότητα της Ιταλίας αντέδρασε σφοδρά, ο ίδιος έδωσε μια εξήγηση διόλου πειστική – Υπεραμύνθηκε της επιλογής του και τόνισε πώς για να επιτύχει τους στόχους της η Parma τη σεζόν 2000-01, που ήταν η τελευταία του με τους Parmenzi, χρειαζόντουσαν δύο ζευγάρια όρχεις και το 88 έμοιαζε με αυτό. Εν τέλει επέλεξε το 77.
Το στερεότυπο για τον ποδοσφαιριστή, τον θέλει αμόρφωτο, άξεστο, φαντασμένο και χωρίς τρόπους. Ο Buffon, αν και προέρχεται από καθαρά αθλητική οικογένεια, με παράδοση και διακρίσεις στον ιταλικό αθλητισμό, τρέφει αγάπη για τη λογοτεχνία και τον Umberto Ecco, ειδικότερα. Την ίδια αγάπη αν όχι μεγαλύτερη, το ίδιο πάθος τρέφει και για το τζόγο. Μάλιστα, το όνομά του είχε εμπλακεί στο γνωστό σε όλους σκάνδαλο Calciopolis, λόγω στοιχηματισμών του Buffon, μέσω του αδερφού του. Ο ίδιος ήταν καθ’ όλα συνεργάσιμος με τις αρχές, κάτι που τον βοήθησε να καθαρίσει το όνομά του, να παίξει στο Mundial εκείνου του καλοκαιριού κι εν τέλει να σηκώσει το Jules Rimet, τερματίζοντας δεύτερος, πίσω από το Fabio Cannavaro στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα. Τέλος, παροιμιώδης είναι η μανία του για τα πανάκριβα ρολόγια, των οποίων δηλώνει και συλλέκτης. Πολλά Rolex να κοσμούν τη συλλογή του ή να έχουν «φύγει» ως δώρα.
Ένας κύριος αγκαζέ με τη «Φιλενάδα της Ιταλίας».
Με καταγωγή από την Τοσκάνη - γεννημένος στην Carrara - θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι παραστράτησε γινόμενος οπαδός της Genoa. Ίσως να φταίει, που η Carrara είναι σχεδόν παραθαλάσσια, ίσως να είναι οικογενειακή παράδοση η αγάπη για τους Grifoni. Προς τιμήν του, δεν έκρυψε ποτέ ότι την υποστηρίζει από μικρό παιδί και μάλιστα αυτή του η παραδοχή αποτρέπει τους tifosi των Γενοβέζων να τον υποδέχονται ως εχθρό, κάθε φορά που επισκέπτεται το Luigi Ferraris ως αντίπαλος. Μάλιστα, το 2008 δήλωνε πώς θα ‘θελε να κλείσει την καριέρα του στην παιδική του αγάπη, κάτι που σήμερα μοιάζει απίθανο. Αγάπη κι ευγνωμοσύνη τρέφει και για την Parma, από την οποία αναδείχθηκε και οι εμφανίσεις του στην οποία του εξασφάλισαν την πιο ακριβή μεταγραφή για τερματοφύλακα μέχρι σήμερα. Το ίδιο καλοκαίρι, που η Juventus παραχωρούσε το Zidane στη Real Madrid έναντι 72 εκατομμυρίων ευρώ, πλήρωνε 100 εκατομμύρια λιρέτες (περίπου 52 εκατομμύρια ευρώ) για να πείσει την Parma να τον αφήσει να γίνει κάτοικος Τορίνο. Ο ίδιος βρισκόταν σε δίλημμα, ανάμεσα σε Juventus και Barcelona, με τον πρεσβύτερο Buffon να παροτρύνει το γιο του να επιλέξει τους bianconeri. Μια απόφαση, για την οποία δε μετάνιωσε ποτέ.
Όπως όλες οι παθιασμένες σχέσεις, έτσι κι αυτή ανάμεσα σε Juventus και Gigi είχε τις μεταπτώσεις της. Από την κορύφωση του τελικού του Champions League το 2003, την τρομερή ομάδα της διετίας 2004-06 και την κατάκτηση του Mundial το καλοκαίρι του 2006, στο ναδίρ του υποβιβασμού στη Serie B ένα μήνα μετά το θρίαμβο, τους διαδοχικούς σοβαρούς τραυματισμούς τη διετία 2009-2011, την αγωνιστική κατρακύλα τηςLa
Madama και
τις σκέψεις για αποχώρηση. Η σχέση αυτή πέρασε από όλες τις φάσεις, που δύναται
μια ανθρώπινη σχέση να περάσει. Και πλέον, μοιάζει πιο ώριμη και δυνατή από
ποτέ.
Οι βάσεις της στεγανοποίησής της τέθηκαν στην πιο δύσκολη στιγμή της. Εκείνο το απόγευμα, που ο Gigi επισκέφθηκε το μεγαλύτερο σύνδεσμο οπαδών της Juventus στην έδρα του. Όταν φέρθηκε σαν βέρος Juventino και παρόλη την πρόταση, που είχε από τη Barcelona των Thuram και Zambrotta, αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα των Del Piero και Nedved και να γευτεί με τη σειρά του την αναγνώριση εχθρών και φίλων, μπαίνοντας οριστικά στο πάνθεον με τους σπουδαίους, που υπηρέτησαν το σύλλογο. Έκτοτε, έχει παρακολουθήσει αγώνα στην κερκίδα των οργανωμένων, δηλώνοντας με το χαρακτηριστικότερο τρόπο πώς είναι “Uno di noi”.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, η διοίκηση έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ζητήματα «καυτές πατάτες», καθώς οι ηγετικές φιγούρες της ομάδας, την περασμένη δεκαπενταετία, βρίσκονται στο λυκόφως της καριέρας τους. Στην πρώτη τέτοιου είδους κρίση, οι κινήσεις ήταν σπασμωδικές και η διοίκηση δεν αφουγκράστηκε την επιθυμία του κόσμου. Λογικό επακόλουθο της αποχώρησης του εμβληματικού αρχηγού Alessandro Del Piero η αρνητική αίσθηση που προκλήθηκε στο φίλαθλο κόσμο, αλλά και η γενικευμένη απογοήτευση και οργή, που διαγράφηκε στα πρόσωπα πολλών Juventini. Ακριβώς δύο χρόνια μετά από τους αποτυχημένους χειρισμούς της, Agnelli και Marotta καλούνται να αντιμετωπίσουν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα, από διαφορετική όμως σκοπιά. Με το συμβόλαιο του Buffon να μπαίνει στον τελευταίο του χρόνο, γίνεται αντιληπτό ότι πρέπει να προετοιμαστεί το έδαφος για τη ζωή μετά τον Ιταλό θρύλο. Υπόθεση δύσκολη, καθώς τόσο η καίρια θέση, που αγωνίζεται, όσο και ο συνδυασμός ποιότητας, προσφοράς και χαρακτήρα αυξάνουν την πίεση στο ζενίθ και ζωγραφίζουν με τα γλαφυρότερα χρώματα την εγγενή δυσκολία του εγχειρήματος της διοίκησης.
Μια καριέρα βγαλμένη από παραμύθι.
Πολλές συστάσεις για το Gigi δε χρειάζονται. Κατέκτησε τίτλους και τιμήθηκε με διακρίσεις, που δε θα τα φανταζόταν ούτε ο ίδιος, όταν περνούσε για πρώτη φορά το κατώφλι των ακαδημιών της Parma το 1991, στα 13 του χρόνια. Στα 36 του εσχάτως, εκτός από βετεράνος, θεωρείται και ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες, που πέρασαν από το παγκόσμιο στερέωμα. Αξία κι ικανότητα, που αντικατοπτρίζεται στο παλμαρέ του, που σφύζει από προσωπικές, συλλογικές κι εθνικές επιτυχίες. Με 139 συμμετοχές είναι ο απόλυτος recordman για τη Squadra Azzurra, ενώ προσφάτως έσπασε το φράγμα των 500 συμμετοχών, ξεπερνώντας τον τεράστιο Dino Zoff. Επιτεύγματα, που μόνο απαρατήρητα δεν περνούν, από συμπαίκτες και αντιπάλους. Από εχθρούς και φίλους.
Master Commander.
Η ικανότητά του τον καθιέρωσε στην ποδοσφαιρική συνείδηση πολλών ως έναν από τους πληρέστερους τερματοφύλακες, που πάτησε χορτάρι. Με σιγουριά πρόκειται για τον επιβλητικότερο και πιο μεστό keeper, της τελευταίας 20ετίας. Κάτω από τα goalpost συνδυάζει εξαιρετικά ρεφλέξ, που μόνο αιλουροειδές διαθέτει, φοβερές εξόδους, ενώ είναι πολύ καλός και με τη μπάλα χαμηλά. Διαθέτει σπάνια αντίληψη του παιχνιδιού και αίσθηση του χώρου, για τερματοφύλακα, προσόν που κουβαλά ως προίκα από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη στρογγυλή θεά, όταν και αγωνιζόταν ως μέσος. Ο απόλυτος έλεγχος των τεκταινόμενων στην περιοχή του, αλλά και η μαεστρία, με την οποία οργανώνει την άμυνά του, τον κατέστησαν για αρκετά χρόνια πραγματικό τείχος για τους αντίπαλους επιθετικούς. Προσωπικά, θεωρώ μεγαλύτερο προσόν του τον ηγετικό χαρακτήρα του, που δε συναντά κάποιος εύκολα σε τερματοφύλακα. Και το παράσημο αυτό μοιάζει ακόμη σημαντικότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπηρέτησε δίπλα σε ποδοσφαιρικούς τιτάνες για το calcio, στην Parma, τη Juventus, αλλά και την Εθνική Ιταλίας, δείχνοντας να μη μειονεκτεί στο ελάχιστο σε χαρακτήρα.
Μικρά μικρά για το Gigi.
Η αφετηρία της τεράστιας καριέρας του δόθηκε στις ακαδημίες της Parma. Στα 13 του, το 1991. Αυτό, που είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό είναι ότι ο Gigi ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στη θέση του χαφ. Η αλλαγή προσανατολισμού και θέσης έγινε μοιραία, λόγω του θαυμασμού, που έτρεφε για τον Καμερουνέζο τερματοφύλακα Thomas N’ Kono. Το ντεμπούτο του, πριν σχεδόν 20 χρόνια, στις 19/11/1995 ήταν όπως ακριβώς θα άρμοζε σ’ έναν μετέπειτα θρύλο. Με ανέπαφη εστία απέναντι στη μεγάλη Milan, κατεβάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα ρολά σ’ εκείνο το παιχνίδι.
Είναι γνωστό πώς πριν μεταγραφεί στη Juventus το καλοκαίρι του 2001, το Buffon είχαν προσεγγίσει η πρωταθλήτρια Roma του Capello και η Barcelona του Van Gaal, που έψαχνε αξιόπιστο τερματοφύλακα εκείνη την περίοδο. Ευρέως διαδεδομένα είναι και τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία κατά πολλούς θεωρούνται ακραία και του έχουν εξασφαλίσει την αναγνώριση και το σεβασμό από τους ακροδεξιούς οπαδούς της Lazio. Ο ίδιος όμως, τονίζει πώς η σχέση είναι αμοιβαία και δεν έχει πολιτικές προεκτάσεις. Θύελλα αντιδράσεων είχε ξεσηκώσει η απόφασή του να φορέσει το 88, αριθμό συμβολικό για τους ακροδεξιούς, καθώς παραπέμπει στο “Heil Hitler”. Η εβραϊκή κοινότητα της Ιταλίας αντέδρασε σφοδρά, ο ίδιος έδωσε μια εξήγηση διόλου πειστική – Υπεραμύνθηκε της επιλογής του και τόνισε πώς για να επιτύχει τους στόχους της η Parma τη σεζόν 2000-01, που ήταν η τελευταία του με τους Parmenzi, χρειαζόντουσαν δύο ζευγάρια όρχεις και το 88 έμοιαζε με αυτό. Εν τέλει επέλεξε το 77.
Το στερεότυπο για τον ποδοσφαιριστή, τον θέλει αμόρφωτο, άξεστο, φαντασμένο και χωρίς τρόπους. Ο Buffon, αν και προέρχεται από καθαρά αθλητική οικογένεια, με παράδοση και διακρίσεις στον ιταλικό αθλητισμό, τρέφει αγάπη για τη λογοτεχνία και τον Umberto Ecco, ειδικότερα. Την ίδια αγάπη αν όχι μεγαλύτερη, το ίδιο πάθος τρέφει και για το τζόγο. Μάλιστα, το όνομά του είχε εμπλακεί στο γνωστό σε όλους σκάνδαλο Calciopolis, λόγω στοιχηματισμών του Buffon, μέσω του αδερφού του. Ο ίδιος ήταν καθ’ όλα συνεργάσιμος με τις αρχές, κάτι που τον βοήθησε να καθαρίσει το όνομά του, να παίξει στο Mundial εκείνου του καλοκαιριού κι εν τέλει να σηκώσει το Jules Rimet, τερματίζοντας δεύτερος, πίσω από το Fabio Cannavaro στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα. Τέλος, παροιμιώδης είναι η μανία του για τα πανάκριβα ρολόγια, των οποίων δηλώνει και συλλέκτης. Πολλά Rolex να κοσμούν τη συλλογή του ή να έχουν «φύγει» ως δώρα.
Ένας κύριος αγκαζέ με τη «Φιλενάδα της Ιταλίας».
Με καταγωγή από την Τοσκάνη - γεννημένος στην Carrara - θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι παραστράτησε γινόμενος οπαδός της Genoa. Ίσως να φταίει, που η Carrara είναι σχεδόν παραθαλάσσια, ίσως να είναι οικογενειακή παράδοση η αγάπη για τους Grifoni. Προς τιμήν του, δεν έκρυψε ποτέ ότι την υποστηρίζει από μικρό παιδί και μάλιστα αυτή του η παραδοχή αποτρέπει τους tifosi των Γενοβέζων να τον υποδέχονται ως εχθρό, κάθε φορά που επισκέπτεται το Luigi Ferraris ως αντίπαλος. Μάλιστα, το 2008 δήλωνε πώς θα ‘θελε να κλείσει την καριέρα του στην παιδική του αγάπη, κάτι που σήμερα μοιάζει απίθανο. Αγάπη κι ευγνωμοσύνη τρέφει και για την Parma, από την οποία αναδείχθηκε και οι εμφανίσεις του στην οποία του εξασφάλισαν την πιο ακριβή μεταγραφή για τερματοφύλακα μέχρι σήμερα. Το ίδιο καλοκαίρι, που η Juventus παραχωρούσε το Zidane στη Real Madrid έναντι 72 εκατομμυρίων ευρώ, πλήρωνε 100 εκατομμύρια λιρέτες (περίπου 52 εκατομμύρια ευρώ) για να πείσει την Parma να τον αφήσει να γίνει κάτοικος Τορίνο. Ο ίδιος βρισκόταν σε δίλημμα, ανάμεσα σε Juventus και Barcelona, με τον πρεσβύτερο Buffon να παροτρύνει το γιο του να επιλέξει τους bianconeri. Μια απόφαση, για την οποία δε μετάνιωσε ποτέ.
Όπως όλες οι παθιασμένες σχέσεις, έτσι κι αυτή ανάμεσα σε Juventus και Gigi είχε τις μεταπτώσεις της. Από την κορύφωση του τελικού του Champions League το 2003, την τρομερή ομάδα της διετίας 2004-06 και την κατάκτηση του Mundial το καλοκαίρι του 2006, στο ναδίρ του υποβιβασμού στη Serie B ένα μήνα μετά το θρίαμβο, τους διαδοχικούς σοβαρούς τραυματισμούς τη διετία 2009-2011, την αγωνιστική κατρακύλα της
Οι βάσεις της στεγανοποίησής της τέθηκαν στην πιο δύσκολη στιγμή της. Εκείνο το απόγευμα, που ο Gigi επισκέφθηκε το μεγαλύτερο σύνδεσμο οπαδών της Juventus στην έδρα του. Όταν φέρθηκε σαν βέρος Juventino και παρόλη την πρόταση, που είχε από τη Barcelona των Thuram και Zambrotta, αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα των Del Piero και Nedved και να γευτεί με τη σειρά του την αναγνώριση εχθρών και φίλων, μπαίνοντας οριστικά στο πάνθεον με τους σπουδαίους, που υπηρέτησαν το σύλλογο. Έκτοτε, έχει παρακολουθήσει αγώνα στην κερκίδα των οργανωμένων, δηλώνοντας με το χαρακτηριστικότερο τρόπο πώς είναι “Uno di noi”.
Η διετία των διαδοχικών σοβαρών τραυματισμών του (2009-10, 2010-11), που τον έθεσαν εκτός δράσης για σημαντικό χρονικό διάστημα, συνέπεσε με τη διετία της αγωνιστικής καθίζησης της Juventus. Δεν έκρυψε ποτέ ότι σκέφτηκε πολλές φορές την αποχώρηση, αναζητώντας μια αλλαγή. Ο παλιός πρόεδρος Compoli-Gigli είχε παραδεχθεί πώς υπήρχαν προχωρημένες συζητήσεις για ανταλλαγή Buffon-Abbiati, η οποία όμως – ευτυχώς για εμάς – δεν προχώρησε. Τέλος, ο ίδιος πρόσφατα δήλωσε πώς αν δεν τον έπειθε ο Conte το καλοκαίρι του 2011 να παραμείνει στο Τορίνο, πιθανότατα τώρα θα υπερασπιζόταν τα δοκάρια της Roma. Αν μη τι άλλο, μοιάζει δικαιωμένος για την επιλογή του και ευτυχισμένος, που δεν αποχώρησε τελικά.
Let the legends talk about a legend.
Η αναγνώριση του Buffon στη γείτονα χώρα είναι καθολική, με ιερά τέρατα της προπονητικής να στάζουν μέλι για τον τερματοφύλακα της Juventus. Ο προπονητής, που τον έριξε στα βαθιά, πριν 20 περίπου χρόνια, Nevio Scala δήλωσε ότι του οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ, που με τη μετέπειτα πορεία του ο Buffon δικαίωσε την επιλογή του να τον επιλέξει έναντι του κολλητού του φίλου Alessandro Nista εκείνο το βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη. Ο προπονητής κάτω από τις οδηγίες του οποίου μεγαλούργησε, Marcello Lippi, είχε περιγράψει γλαφυρά πως ο Buffon είναι μοναδικός επειδή με μια απόκρουσή του μπορεί να προκαλέσει πανηγυρισμούς, ανάλογους με εκείνους στην επίτευξη ενός γκολ. Τέλος, ο Fabio Capello διαπίστωσε πολύ εύστοχα ότι η Juventus, στη διετία που την προπόνησε, ήταν η μόνη ομάδα, που ξεκινούσε με αβαντάζ 10 πόντων, λόγω των σωτήριων επεμβάσεων του Buffon στη διάρκεια της χρονιάς. Αν μη τι άλλο, κολακευτικά τα σχόλια, από καταξιωμένους allenatori.
Το παράπονο κι η δήλωση.
Το πιο χτυπητό σημείο αποτυχίας στην καριέρα του, όπως και σε πολλών παικτών εκείνης της ομάδας, ήταν η απώλεια του Champions League το 2003. Η πορεία μέχρι τον τελικό ήταν φανταστική, με τους πάντες να βάζουν το λιθαράκι τους για να φτάσει η Juventus στο Manchester. Όμως σ’ αυτόν, στο Θέατρο των Ονείρων, το μεγάλο όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή μετατράπηκε σε εφιάλτη. Η απουσία για τη Juventus είχε όνομα και επώνυμο. Pavel Nedved. Εάν ο ξανθομάλλης Τσέχος δεν είχε δεχθεί εκείνη την ανόητη κίτρινη στα τελευταία δευτερόλεπτα του ημιτελικού με τη Real Madrid για μαρκάρισμα στο κέντρο, ίσως η ιστορία να ‘χε γραφτεί αλλιώς. Κι ίσως ο Buffon, να μην έφερε βαρέως μέχρι σήμερα το στίγμα της απώλειας του τίτλου, παρ’ όλες τις επεμβάσεις του – στην κεφαλιά του Inzaghi, για παράδειγμα – και στις αποκρούσεις των δύο πέναλτι στη ρώσικη ρουλέτα, που δε στάθηκαν αρκετές. Σε μια από τις καθιερωμένα «ζουμερές» συνεντεύξεις του, όταν καλείται να μιλήσει εκπροσωπώντας τους συμπαίκτες του είχε δηλώσει από καρδιάς, πώς είναι έτοιμος να θυσιάσει 3-4 χρόνια από την καριέρα του, αρκεί να αξιωθεί να σηκώσει το ιερό δισκοπότηρο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Βλέποντας τη λαχτάρα του για το συγκεκριμένο τρόπαιο, αλλά και την πορεία της Barcelona τα επόμενα χρόνια, αντιλαμβάνεται κάποιος γιατί εκείνη η απόφαση το 2006, αποκλείεται να μην πάρθηκε από καρδιάς.
Μια παράδοση, που δύσκολα σπα.
Από το Giampiero Combi, προπολεμικά, στο Dino Zoff, το Stefano Tacconi κι από ‘κει στον Peruzzi και το Buffon, η Juventus έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική παράδοση. Διαθέτει τους καλύτερους Ιταλούς keepers, ανά περιόδους. Το ιδιότυπο της υπόθεσης έγκειται στο ότι εκτός από στυλοβάτες της Vecchia Signora, οι ίδιοι αποτέλεσαν και ακρογωνιαίους λίθους των Azzurri, προεξεχόντων των Zoff και Buffon, που είναι ίσως οι κορωνίδες της ιταλικής σχολής τερματοφυλάκων. Της κορυφαίας σχολής στην παραγωγή τερματοφυλάκων παγκοσμίως.
Προεργασία, παρέλαση ονομάτων και λάθος εκτίμηση.
Από το καλοκαίρι του 2012, όταν και σφραγίστηκε η επιστροφή της Juventus στο προσκήνιο με το πρώτο της Scudetto, έξι ολόκληρα χρόνια μετά, η διοίκηση κινείται σωστά, σχεδιάζοντας το παρόν με ορίζοντα όμως το μέλλον. Με γνώμονα την αγωνιστική πρόοδο και την καθιέρωση της ομάδας στα πιο εύρωστα και δυνατά κλαμπ του πλανήτη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κινείται η διετής ανανέωση του συμβολαίου του Buffon το περσινό καλοκαίρι, για άλλα 2 χρόνια. Στην ίδια λογική, αποκτάται, μετά από υπόδειξη του ίδιου του Gigi, 2 καλοκαίρια πριν, o Nicola Leali από τη Brescia έναντι 3,5 εκατομμυρίων ευρώ. Επένδυση, που δε φαίνεται να πιάνει τόπο, καθώς μετά από δύο συναπτούς δανεισμούς, σε Virtus Lanciano και Spezia, ο νεαρός δεν πείθει με τις εμφανίσεις του.
Οι φήμες για την απόκτηση νέου και δοκιμασμένου τερματοφύλακα, πληθαίνουν φυσικά, με πολλά ονόματα υποψηφίων να έχουν παρελάσει από τον ιταλικό τύπο το τελευταίο χρονικό διάστημα. Οι Trapp (Eintrach Frankfurt), Ter Stegen (Borussia M’Gladbach, πριν κλείσει στη Barcelona), Krul (Newcastle), Perin (Genoa) κι εσχάτως Scuffet (Udinese) είναι τα ονόματα, που έχουν απασχολήσει τη Juventus, σύμφωνα με τους δημοσιογράφους στη γείτονα χώρα.. Βέβαια, πρέπει να αναλογιστούμε πώς η Juventus «ελέγχει» τη δεδομένη στιγμή μια 11άδα από τερματοφύλακες. Ποιοι είναι αυτοί; Buffon, Storari, Rubinho από την πρώτη ομάδα, Vanucchi, Citti και Audero από τις ακαδημίες, Pinsoglio, Fiorillo, Branescu με συνιδιοκτησία σε άλλες ομάδες και Nocchi-Leali δανεικοί. Είναι γεγονός ότι πρέπει να αξιολογηθούν όλες οι περιπτώσεις, να προκριθούν εκείνες που θεωρούνται ελπιδοφόρες και να αποχωρήσουν για άλλες πολιτείες οι μη ικανοί να σταθούν στο επίπεδο της Juve.
Η άποψη.
Ήρθε η ώρα να εκφράσει και ο υπογράφων τη γνώμη του, για τη διαδοχή του τεράστιου Buffon.
Αρχικά, θεωρώ βασική παράμετρο της υπόθεσης τη μακρόπνοη επένδυση για το μέλλον. Εξετάζοντας τις συνιστώσες ηλικία, προσόντα, καταγωγή και χρήματα, που απαιτούνται για την περαίωση μιας πιθανής μεταγραφής, δίνω την «ψήφο» μου στο Simone Scuffet. Πιστεύω ακράδαντα ότι η Juventus οφείλει στην παράδοσή της να εμπιστευτεί Ιταλό τερματοφύλακα για το νούμερο 1 στη μετά-Buffon εποχή. Ο νεαρός, από τη μητροπολιτική περιοχή του Udine μοιάζει να είναι η καλύτερη περίπτωση. Νεαρός, με πολλά προσόντα, πολύ ταλαντούχος και πάνω απ’ όλα ώριμος στο παιχνίδι του. Στα 17 του χρόνια, έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να τεθεί κάτω από την «προστασία» του Buffon, μαθαίνοντας τα μυστικά της θέσης από τον καλύτερο. Με 30 συμμετοχές under his belt, που λένε και οι Άγγλοι, ο Pozzo έχει βρει ήδη το επόμενο περιουσιακό του στοιχείο, που θα αποφέρει κέρδη στους Zebrette. Η τιμή του αυτή τη στιγμή ανέρχεται στα 10 εκατομμύρια ευρώ, με την αντικειμενική του αξία στο χρηματιστήριο του ποδοσφαίρου να κινείται στο ¼ της τιμής αυτής, ήτοι στα 2,5 περίπου. Η Roma τον γλυκοκοιτάζει, αλλά με τις πολύ καλές σχέσεις ανάμεσα σε Juventus και Udinese, φαντάζει να έχει τον πρώτο λόγο ο Marotta, αν αποφασίσει να κινηθεί για να τον αποκτήσει.
Για τους προληπτικούς και τους λάτρεις της σημειολογίας: Το επώνυμο του νεαρού είναι αρκετά παράξενο για ιταλικό – όπως και των Zoff, Buffon-. Επιπλέον, εμπεριέχει το –ff, όπως και τα επίθετα των δύο θρύλων. Τέλος, ο Scuffet στο ντεμπούτο του κράτησε ανέπαφη την εστία του απέναντι στη Milan, όπως και ο Buffon, έστω κι αν η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδοχές των Rossoneri είναι χαώδης.
Κλείνοντας, είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε ότι πλέον ένας κύκλος κλείνει για μια γενιά πρωταθλητών, που υπηρέτησαν τη Μεγάλη Κυρία. Όπως απαραίτητη είναι και η γρήγορη δράση από μέρους της διοίκησης, ώστε να καλυφθεί το κενό επάξια για τα επόμενα χρόνια. Υπόθεση αρκετά δύσκολη, καθώς ο Buffon έθεσε τον πήχη στον 7ο ουρανό. Χρειάζεται υπομονή και ελαχιστοποίηση της γκρίνιας, ώστε να καταφέρει το επόμενο νούμερο 1 να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, χωρίς την αφόρητη πίεση και την επιβλαβή σύγκριση με τον προκάτοχό του. Τέλος, χρειάζεται πίστη στην επιλογή μας, καθώς η Juventus έχει δείξει ότι έχει τη δυνατότητα να μεταπλάσει με πειστικό τρόπο τους παίκτες της, δημιουργώντας τους ήρωες του αύριο για την εξέδρα της. Πίστη και κουράγιο.
Forza!