23/1/14

Δε μπορείς να κερδίσεις τίποτα με «γέρους».*



Αν με ρωτούσε κάποιος τι πιστεύω πώς άλλαξε στο δεύτερο μισό της 1ης δεκαετίας του 2000 στο ποδόσφαιρο, θα απαντούσα ασυζητητί ότι μεγάλη αλλαγή, στροφή 180° έχει σημειωθεί στον τρόπο αντίληψής του. Μετά τη δικαστική νίκη του Bosman και την, επί της ουσίας, διεθνοποίηση του ποδοσφαίρου, καραβιές ξένων πέρασαν τα σύνορα όλων των χωρών, οδηγώντας σε παραγκωνισμό των γηγενών παικτών. Με την άνοδο της ποδοσφαιρικής κυριαρχίας της Barcelona, η κατάσταση αυτή άλλαξε άρδην. Η La Masia, κορωνίδα του αγωνιστικού προφίλ των Καταλανών, έδωσε υπόσταση στο Barca effect. Βασιζόμενοι στο ολλανδικό μοντέλο ανάπτυξης των δικών τους ποδοσφαιριστών, κατόρθωσαν να γκρεμίσουν το μύθο των επί χρήμασι κεκτημένων επιτυχιών και μόνο. Το εναλλακτικό αυτό μοντέλο, από το 2006 κι έπειτα, τείνει να υιοθετήσει ένας διαρκώς αυξανόμενος «όμιλος» συλλογών, κατόπτρων των ποδοσφαιρικών σχολών τους. Πάντα υπάρχει μια φωτεινή εξαίρεση όμως. Στην περίπτωσή μας αυτή είναι η γειτονική μας Ιταλία και το ποδόσφαιρό της.

Τι συμβαίνει πανευρωπαϊκά. Σε μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής ηπείρου οι ιθύνοντες των συλλόγων έχουν αντιληφθεί τη στροφή, αναφορικά με τη στελέχωση του έμψυχου δυναμικού των ομάδων, με αποτέλεσμα η «Έμφαση στις ακαδημίες» να τρέπεται σε κοινό τόπο. Τεχνοκρατικά, για να θεωρηθεί ένας παίκτης προϊόν του συλλόγου πρέπει, σύμφωνα με την Uefa, να ανατραφεί από το σύλλογό του για 3 χρόνια μεταξύ των 15 και των 21 ετών. Ο μέσος όρος της συγκεκριμένης κατηγορίας παικτών ανέρχεται πανευρωπαϊκά στο 17,2%. Την πρωτοκαθεδρία διαθέτουν οι Ισπανοί με 25,9% και έπονται οι Γάλλοι (21,1%), οι Άγγλοι – παραδόξως θα πω εγώ – (17,5%) και οι Γερμανοί (14,7%).

Το ισπανικό ποδοσφαιρικό οικοδόμημα είναι μακράν το ευνοϊκότερο για την ανάδειξη ταλέντων. Η εξαιρετική δουλειά, που γίνεται στις  Canteras, σε συνδυασμό με την ύπαρξη δεύτερων ομάδων, που μετέχουν στα εθνικά πρωταθλήματα, δίνουν την ευκαιρία στους νεαρούς παίκτες να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, συλλέγοντας εμπειρίες. Οι γαλλικοί σύλλογοι, από την άλλη, ανέκαθεν έδιναν ευκαιρίες σε νεαρούς παίκτες, γεγονός που δικαιολογεί το «αποκεντρωμένο» του πρωταθλήματος, αλλά και την καθίζηση σε διασυλλογικό ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντλούν ταλέντα από την ανεξάντλητη πηγή των πρώην αποικιών τους, ανανεώνοντας τα ποδοσφαιρικά τους κύτταρα και δημιουργώντας έτσι μια κυκλική παραγωγική διαδικασία. Η μέθοδος των Άγγλων είναι γνωστή. Υφαρπάζουν ταλέντα από Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, προσφέροντάς τους πλουσιοπάροχα συμβόλαια, αγνοώντας το εγχώριο στοιχείο. Στην παρούσα φάση όμως, άλλο γηγενής, άλλο προϊόν της παραγωγικής διαδικασίας του συλλόγου.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των Γερμανών. Μετά το ’95, ζούσαν μέρες αφθονίας ξοδεύοντας αλόγιστα χρήματα για την απόκτηση ποδοσφαιριστών. Διακατέχονταν από το σύνδρομο της ξενομανίας. Ευτυχώς για τους ίδιους, δύο πολύ σημαντικά γεγονότα άλλαξαν το ρου της ιστορίας και σήμερα δρέπουν τους καρπούς των, πολύ σημαντικών η αλήθεια είναι, προσπαθειών τους. Πρώτα το στραπάτσο στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 2000 κι έπειτα η κατάρρευση της Kirchmedia, τηλεοπτικής ναυαρχίδας του ομίλου του, μακαρίτη,  Leo Kirch, που κατείχε τα δικαιώματα της Bundesliga, οδήγησαν τη Γερμανική Ομοσπονδία στον αναστοχασμό και την επαναδιαπραγμάτευση μιας σημαντικής παραμέτρου: «Τι ποδόσφαιρο θέλουμε;». Επέλεξαν, λοιπόν, το δύσκολο δρόμο της δημιουργίας παικτών από τα σπλάχνα των συλλόγων. Εκπόνησαν ένα κεντρικό σχέδιο βάσει του οποίου θα κινούνταν όλοι οι γερμανικοί σύλλογοι, υπό την εποπτεία των τεχνοκρατών της ομοσπονδίας. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Τα «Πάντσερ» έχουν αναγεννηθεί, ενώ την περασμένη σεζόν η γερμανική κυριαρχία στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, σε διασυλλογικό επίπεδο, ήταν αδιαμφισβήτητη.

                      


Τι συμβαίνει στην Ιταλία. Οι Ιταλοί,  ιδιοκτήτες, παράγοντες, δημοσιογράφοι δείχνουν να ζουν στο δικό τους, ονειρικά πλασμένο κόσμο. Εκεί όπου όλα δείχνουν στην εντέλεια. Η απώλεια του τέταρτου εισιτηρίου για το Champions League ήταν η πρώτη σφαλιάρα, που τους αφύπνισε μερικώς. Βέβαια, επειδή «ξύπνησαν» καθυστερημένα, έχουν απολέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα, που διέθεταν στο ένδοξο παρελθόν. Δεν είναι, πλέον, το Καμπιονάτο πόλος έλξης για τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του πλανήτη.

Σε συλλογικό επίπεδο. Τα στατιστικά, που παρέχονται από τους συλλόγους χάριν ερευνών, είναι άκρως αποθαρρυντικά. Στις ηλικίες 15-21, οι Ιταλοί διαθέτουν ένα πενιχρό ποσοστό 7,8%. Το 58% των παικτών, που περνούν από την ιταλική παραγωγική διαδικασία, εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο στο άμεσο μέλλον. Πιο δυσοίωνη κάνει την κατάσταση το παρακάτω στατιστικό στοιχείο. Από τους παίκτες, που αγωνίζονταν στις Primavera των συλλόγων της Serie A τη σεζόν 2009-10, μόλις το 5% παίζουν τώρα στη μεγάλη κατηγορία. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη Serie B ανέρχεται στο 11%. Και σαν να μη φτάνει αυτό, το 50% των μεταγραφών δεν προέρχονται από την εγχώρια αγορά, αλλά είτε από την ευρωπαϊκή, είτε από μη κοινοτικές (Λατινική Αμερική, Βαλκάνια). Μόνο η Lega Pro μπορεί να θεωρηθεί ότι προάγει το ιταλικό στοιχείο κι επενδύει σ’ αυτό. Βέβαια, πίσω από την ωραιοποιημένη εικόνα κρύβεται το απώτερο κίνητρο των συλλόγων. Η FIGC επιδοτεί τους συλλόγους των ερασιτεχνικών κατηγοριών για κάθε παίκτη κάτω των 22 ετών, που διαθέτουν στο ρόστερ τους. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν κάποιος εξ’ αυτών περάσει το ηλικιακό όριο, αποπέμπεται και πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων.

Η πορεία των Azzurri. Ο αντίκτυπος όλων των ανωτέρω επηρεάζει και τη Squadra Azzurra, όπως είναι φυσικό κι επόμενο. Μετά το θρίαμβο στο Mundial του 2006, η μοναδική αναλαμπή της Ιταλίας των 4 παγκόσμιων τίτλων ήταν στο Euro 2012, ελέω Πίρλο κατά βάση. Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών δε μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν ως σοβαρό δείγμα γραφής, λόγω της δομής της ίδιας της διοργάνωσης, αλλά και της νοοτροπίας με την οποία την αντιμετώπισαν όλοι οι μετέχοντες, πλην της διοργανώτριας Βραζιλίας.

Οι Azzurrini ακολουθούν πορεία πανομοιότυπη, ενδεχομένως και χειρότερη. Μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2004, τα μοναδικά επιτεύγματα που έχουν να επιδείξουν είναι ο ημιτελικός το 2009 και η δεύτερη θέση το 2013. Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις, η έλλειψη ετοιμότητας και παραστάσεων, σε αντίθεση με τους ήδη «ψημένους» αντιπάλους τους.

Τα αίτια της παρακμής.

Εάν θελήσουμε να κατανοήσουμε τους λόγους, για τους οποίους το ιταλικό ποδόσφαιρο βρίσκεται στη συγκεκριμένη κατάσταση, σώφρον είναι να τους κατηγοριοποιήσουμε σε 3 ομάδες: α) τους ενδογενείς παράγοντες, που σχετίζονται με ζητήματα αγωνιστικά κατά βάση, αλλά και νοοτροπίας, β) τους εξωγενείς παράγοντες, που αφορούν τον ξένο αντίκτυπο επάνω στο Campionato και γ) το ζήτημα των οικονομικών πόρων και του απαρχαιωμένου νομικού πλαισίου, στη βάση του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Ενδογενείς παράγοντες. Μελετώντας διάφορες έρευνες και εκθέσεις, κατέληξα στην πηγή του προβλήματος. Ρίζα του κακού είναι η νοοτροπία και το αίσθημα υπεροχής των Ιταλών, λόγω της μακράς ποδοσφαιρικής παράδοσης και των επιτυχιών τους. Σαφώς, δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό σε αυτό, αλλά στην ποσότητα, στην οποία υπάρχει. Οφείλουν να αντιληφθούν ότι οι αντίπαλοί τους αναπτύσσονται και εξελίσσονται προϊόντος του χρόνου. Κάτι, που εκείνοι αρνούνται πεισματικά να κάνουν. Σημαντικό πρόβλημα, από διαφορετική όμως σκοπιά,  μοιάζει η εμμονική πολιτική της αγοράς «έτοιμων» και «ψημένων» παικτών, ώστε να οικοδομούνται ανταγωνιστικά ρόστερ για το πρωτάθλημα και το Champions League. Με μια υποσημείωση: Η εμπειρία δεν εγγυάται την καταλληλότητα και την ποιότητα. Μοιάζουν παρά ταύτα δέσμιοι ενός συνδρόμου ελληνικού. Του συνδρόμου του άμεσου αποτελέσματος και της αφόρητης πίεσης για επιτυχίες. Ως «παρανυχίδα» του συνδρόμου αυτού, βρίσκει ζωτικό χώρο κι αναπτύσσεται το φαινόμενο της συνιδιοκτησίας. Οι μεγάλες κι όχι μόνο ομάδες, παραχωρούν σε άλλους συλλόγους τους ελπιδοφόρους παίκτες τους για να τους «ψήσουν», έναντι ενός μικρού ανταλλάγματος, που ενυπάρχει στο κόστος της επαναγοράς του παίκτη. Μπορεί να θεωρηθεί ως είδος ανταμοιβής ή μορφή τροφείου.

Γεγονός, που δε μπορεί να παραγνωριστεί είναι η απουσία ενιαίου τακτικού μοντέλου από τις πολύ μικρές ηλικιακές βαθμίδες, έως το «ταβάνι» της πρώτης ομάδας. Αυτό, φυσικά, δε βαραίνει ολοκληρωτικά τους συλλόγους. Ευθύνη φέρουν κι οι προπονητές, οι οποίοι βλέπουν τα τμήματα υποδομής ως σκαλοπάτι ανάδειξης και αυτοπροβολής. Σημαντική παράμετρος, που αποτρέπει την παγίωση ενιαίας πολιτικής στα τακτικά ζητήματα είναι οι εν θερμώ αποφάσεις για αποπομπή του προπονητή. Με τους προπονητές να παρελαύνουν κατά δεκάδες είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη η εύρυθμη λειτουργία του συλλόγου. Τελευταίος, αλλά και σημαντικός, τροχός στην άμαξα είναι οι υπερήλικες, ποδοσφαιρικά, θρύλοι των συλλόγων. Λόγω ικανοτήτων, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η ποδοσφαιρική ακμή τους πέρασε ανεπιστρεπτί και αρνούνται πεισματικά να παραμερίσουν για την επόμενη γενιά ποδοσφαιριστών. Η αξία τους και οι επιτυχίες με το σύλλογό τους, συνδυαζόμενες με την παρελθοντολαγνεία των φιλάθλων, δημιουργούν ένα κλίμα ανασφάλειας, έλλειψης πίστης και υπερβολικών απαιτήσεων για την επόμενη φουρνιά ποδοσφαιριστών. Πέφτουν στα βαθιά κι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, είναι λογικό να καταρρέουν αγωνιστικά, καθότι στο ψυχολογικό κομμάτι βρίσκονται, ακόμη, σε στάδιο ωρίμανσης.

Εξωγενείς παράγοντες. Ουσιαστικά πρόκειται για τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε γίνει μάρτυρες, σε πολλές περιπτώσεις, υφαρπαγής παικτών, που στελεχώνουν τις Primavera ομάδων του Campionato, από ομάδες της Premier League κι όχι μόνο. Οι λόγοι που οι νεαροί Ιταλοί ενδίδουν; Δύο βασικοί. Ο πρώτος είναι τα πλουσιοπάροχα συμβόλαια, που τους προσφέρουν οι ομάδες του εξωτερικού και των οποίων η αξία μπορεί να φτάσει έως και πέντε φορές την αξία των αντίστοιχων ιταλικών. Ο δεύτερος είναι οι ευκαιρίες, που θα τους προσφέρουν σε βάθος χρόνου οι νέες τους ομάδες και σε καμιά περίπτωση δε θα ήταν εγγυημένες στην Ιταλία. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, που υπάγονται στην κατηγορία αυτή είναι οι Rossi, Manone Macheda, Petrucci, Fornasier.. Και σίγουρα η αφαίμαξη δε θα σταματήσει εδώ.

Σε αναζήτηση οικονομικών πόρων και νομικών λύσεων. Θα ήταν ψέμα, εάν παράλειπα να αναφέρω την οικονομική κρίση, που μαστίζει τη γειτονική Ιταλία, ως αίτιο για την παρακμή του πρωταθλήματός της. Η κάνουλα στέρεψε, όπως είναι φυσικό, και μαζί με τις πανάκριβες μεταγραφές αστέρων, σταμάτησαν κι οι μεταγραφές ανερχόμενων Ιταλών ποδοσφαιριστών, από μικρότερου βεληνεκούς συλλόγους, στους μεγαλύτερους της χώρας. Κι όλα αυτά, λόγω της υπερκοστολόγησης των ιταλικών εγχώριων προϊόντων. Πασίγνωστο το παράδειγμα του Marco Verratti, ο οποίος χωρίς να αγωνιστεί δευτερόλεπτο στην πρώτη τη τάξει κατηγορία κοστολογούνταν από την Pescara περίπου 12 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό απαγορευτικό για οποιοδήποτε ιταλικό κλαμπ. Προβλήματα όμως, υπάρχουν και στο νομικό πλαίσιο, που αφορά τα συμβόλαια των παικτών. Οι νεαροί Ιταλοί απαγορεύεται να υπογράψουν επαγγελματικό συμβόλαιο πριν τα 18 τους έτη, σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου η δυνατότητα υπογραφής υπάρχει από τα 17 ή και από τα 16 έτη. Γίνεται αντιληπτό, πώς το αρτηριοσκληρωτικό νομικό πλαίσιο, που αφορά το ποδόσφαιρο, γίνεται σύμμαχος των ξένων συλλόγων στη λεηλασία των ακαδημιών, ακόμη και μεγάλων ομάδων.

Ο αντίλογος. Για κάθε λόγο, υπάρχει και αντίλογος. Για κάθε επιχείρημα, υπάρχει κι ένα αντεπιχείρημα. Κάλλιστα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι το Mundial του 2006, ο τελικός στο Euro του 2012 και η 3η θέση στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών, μαζί με τα Champions League της Milan το 2007 και της Inter το 2010, δείχνουν ότι το συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό μοντέλο έχει ακόμη πράγματα να δώσει. Ένα ακόμη πολύ καλό αντεπιχείρημα είναι ότι στην Ιταλία υπάρχει αυστηρότερο φίλτρο αξιολόγησης και πολύ σκληρότερη τακτική παιδεία απ’ ότι στις άλλες σχολές.  Επίσης, η καθίζηση του πρωταθλήματος οφείλεται στη μέτρια ποδοσφαιρική φουρνιά, που αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια και θ’ αποτελέσει τη βάση, μελλοντικά, του ιταλικού ποδοσφαιρικού οικοδομήματος. Τέλος, μια σημαντική παράμετρος, που δε μπορεί να μείνει εκτός συζήτησης, είναι ο αρνητικός αντίκτυπος, που θα έχει σίγουρα η στροφή προς τις ακαδημίες. Ομάδες, οι οποίες βασίζουν την ύπαρξή τους στην ανάδειξη και την πώληση παικτών σε άλλους συλλόγους, θα οδηγηθούν στην παρακμή και τον οικονομικό αφανισμό νομοτελειακά, καθώς δε στηρίζονται σε «μεγάλα πορτοφόλια», αλλά στον ποδοσφαιρικό επιχειρηματισμό. 

Το παράδειγμα της Atalanta. Ο σύλλογος της Λομβαρδίας, που εδρεύει στο Bergamo, βρίσκεται στο υπογάστριο των δύο μεγάλων συλλόγων του Μιλάνο και τους ανταγωνίζεται ευθέως ως προς τη στρατολόγηση ταλαντούχων παικτών για τις ακαδημίες τους. Πρόκειται για υπόδειγμα συλλόγου, που βασίζεται κι αναδεικνύει τα ντόπια και, εν γένει, τα εγχώρια ταλέντα. Λειτουργεί στη λογική, που πρέπει να υποτάσσεται μια ομάδα του βεληνεκούς της. Πρώτα τα εν οίκω, δηλαδή τα ταλέντα των ακαδημιών, κι έπειτα μεταγραφές ποιοτικών ξένων παικτών. Στρατηγική, που της έχει δώσει τη δυνατότητα να μένει στον αφρό, τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με μελέτη της ελβετικής CIES είναι στην κορυφή της κατάταξης στην Ιταλία, αναφορικά με την ανάδειξη ταλέντων, ενώ βρίσκεται και στην 8η θέση παγκοσμίως. Μεταξύ άλλων την καριέρα τους έχουν ξεκινήσει στους Bergamaschi οι Montolivo, Pazzini, Zauri, Cigarini και Gabbiadini αισίως. Παίκτες, που διαγράφουν καλή πορεία στο Campionato τα τελευταία χρόνια.

Η αιμορραγία της Inter. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ομάδας με εξαιρετικά τμήματα υποδομής, τα οποία μένουν όμως αναξιοποίητα. Ίσως το χαρακτηριστικότερο. Τα ταλέντα, που πέρασαν κατά καιρούς από το προπονητικό στο Appiano Gentile, χαρακτηρίζονταν από τους μύστες του ιταλικού ποδοσφαίρου ως τα καλύτερα στη χώρα εκείνη την περίοδο. Εξαιρετικά χαρακτηριστικά, ποιοτικά, σωματοδομικά, «εγκεφαλικά». Η αξιοποίησή τους όμως ήταν και παραμένει μηδαμινή, για χάρη των αγορών. Αγορών, που άλλοτε ήταν πανάκριβες, αλλά στο «σκληρό» σήμερα έχουν μετατραπεί σε αγορές από δεύτερο και τρίτο ράφι. Κάτι φάνηκε να αλλάζει πέρσι, με το Stramaccioni στο τιμόνι, αλλά λόγω της απειρίας του ίδιου και των παικτών του, η νέα αυτή πνοή θάφτηκε κάτω από τη χιονοστιβάδα, που παρέσυρε την Inter και την κατρακύλησε στην 9η θέση. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις, δε μπορείς να ελέγξεις και την εξέλιξη των πραγμάτων. Έτσι, παίκτες, που αποδεσμεύτηκαν από τα μικρά των Nerazzurri, κάνουν σήμερα καριέρα σε ανταγωνιστές τους. Όνομα και επώνυμο: Leonardo Bonucci.

La casa Juve. Οι ακαδημίες της Juventus, όπως παραδόθηκαν από το Moggi, ο τρόπος διάρθρωσής τους σήμερα και η μελλοντική τους προοπτική.


                    



Η περίοδος Moggi. Ο Direttore, εκτός από εξαιρετικός διαπραγματευτής, είχε διαγνώσει και τη μεταστροφή στον τρόπο οργάνωσης των ποδοσφαιρικών συλλόγων, με το βάρος να πέφτει στις ακαδημίες τους μελλοντικά. Εφήρμοσε, λοιπόν, ενιαίο τακτικό μοντέλο στις ακαδημίες την περίοδο 1998-2003, με το Lippi προπονητή της πρώτης ομάδας της Juventus και το Gasperini προπονητή της ομάδας της Primavera. Παράλληλα, επιδόθηκε σ’ ένα τύποις παιδομάζωμα, αγοράζοντας σε μικρή ηλικία τους Chiellini, Criscito, Nocerino, Mirante, Palladino, έτσι ώστε να έχουν το χρόνο και το περιθώριο να προσαρμοστούν τακτικά και πνευματικά στις απαιτήσεις του συλλόγου. Αυτούς θα πλαισίωναν ταλέντα 100% βγαλμένα από τις ακαδημίες της Juve. Δηλαδή, οι Marchisio, De Ceglie και Giovinco. Είναι πασίγνωστη επίσης, η ιστορία με τη φημολογούμενη μεταγραφή του Davids στη Roma. Οι Ρωμαίοι ζήτησαν τον Ολλανδό χαφ από το Moggi κι εκείνος απαίτησε 11 εκατομμύρια ευρώ συν τους Aquilani, De Rossi και DAgostino από τις ακαδημίες τους. Η συμφωνία, βάσει των λεγομένων του πρώην παράγοντα, χάλασε στα μετρητά, που ο ίδιος ζήτησε. Πραγματικός γάτος κι οραματιστής, άσχετα με το ποιόν χαρακτήρα του.

Στο σήμερα με το βλέμμα στο αύριο. Επικεφαλής του youth sector της Juventus είναι οι Fabio Paratici, Giovanni Rossi και Gianluca Pessotto. Τα τμήματα υποδομής της Juventus αποτελούνται από 15 διαφορετικές ομάδες, με ηλικιακά κριτήρια, κι εκτείνονται στο ηλικιακό εύρος μεταξύ 11 και 20 ετών.

Με την απόλυση του Gigi Del Neri, ο γενικός διευθυντής Beppe Marotta αντικατέστησε τους προπονητές των δύο μεγαλύτερων, ηλικιακά, ομάδων με απώτερο στόχο την εναρμόνιση με το σύστημα, που θα εφάρμοζε ο νέος προπονητής της πρώτης ομάδας, Antonio Conte. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι συντελέστηκε μια στροφή στο σύστημα, που εφήρμοσε ο Moggi την περίοδο 1998-2003, με αιχμές του δόρατος τους Lippi και Gasperini. Σήμερα, προπονητής της Primavera είναι ο Andrea Zanchetta, διαδεχόμενος το Marco Baroni, ενώ προπονητής των Berretti είναι ο Fabio Grosso, διαδεχόμενος το Fabrizio Ravanelli.

Για το παρελθόν των υποδομών της Γιουβέντους, δεν υπάρχει αναφορά, καθότι οι παίκτες που αναδείχθηκαν από τις ακαδημίες και έκαναν καριέρα είναι λίγοι στον αριθμό. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι με την περαίωση των εργασιών για το νέο προπονητικό κέντρο της Continassa, εκείνο του Vinovo θα εκχωρηθεί για αποκλειστική χρήση στη Juventus Youth Academy. Βήμα θετικό αν μη τι άλλο και δείγμα του πόσο ενδιαφέρεται η διοίκηση για τις ακαδημίες του συλλόγου, πλέον.

Η άποψη και η διαπίστωση. Ερωτηθείς επί του θέματος ο αντιπρόεδρος της FIGC, Demetrio Albertini, εξέφρασε την πεποίθηση ότι λύση στο αδιέξοδο θα δώσει η δημιουργία δεύτερων ομάδων, που θα συμμετέχουν κανονικά στα εθνικά πρωταθλήματα, στο πρότυπο της ισπανικής λίγκας. Με τον τρόπο αυτό, θα επιταχυνθεί η πολυπόθητη ποδοσφαιρική ωρίμανση των παικτών, μέσω της συμμετοχής τους σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού.

Η παρακάτω διαπίστωση ανήκει στη σφαίρα της λογικής. Είναι πολύ ευκολότερο να δημιουργήσεις έναν ποδοσφαιριστή με βάση τα στάνταρ, τις σταθερές και τα «θέλω» σου, από το να αγοράσεις έναν παίκτη, ο οποίος ενδέχεται να αντιμετωπίσει προβλήματα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον και τις απαιτήσεις του συλλόγου. Με αυτόν τον τρόπο, οδηγείται ο σύλλογος σε αποτυχημένη επένδυση και οικονομική ζημιά. Επιπρόσθετα, στην εποχή της πλήρης εξαγοράς των αξιών από τα χρηματικά αντίτιμα κι ειδικά στο χώρο του ποδοσφαίρου, είναι πολύ σημαντικό να διαθέτεις παίκτες γαλουχημένους με την ιδέα του συλλόγου, που να αντιλαμβάνονται το μέρος όπου βρίσκονται και τι αντιπροσωπεύει η φανέλα που φορούν. Να παίζουν με πάθος και ψυχή.

Κλείνοντας το μακροσκελέστατο αυτό κείμενο, καταλαβαίνω πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για εκ θεμελίων γκρέμισμα κι ανοικοδόμηση σε νέες, σύγχρονες και στέρεες βάσεις, του οικοδομήματος του Ιταλικού ποδοσφαίρου. Ο εκσυγχρονισμός των μεθόδων και των αντιλήψεων όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, με την παράλληλη διατήρηση της παράδοσης, της κληρονομιάς και των ιδιαιτεροτήτων της ιταλικής σχολής κρίνονται απαραίτητα. Άλλωστε, αυτά που σε καθιέρωσαν δεν τα αλλάζεις. Μέσα στην παρούσα οικονομική συγκυρία μοιάζει ολοένα και περισσότεροι σύλλογοι να ξυπνούν και να ποντάρουν στα δικά τους παιδιά, ελλείψει πόρων. Ελπίζω κι εύχομαι το γηγενές στοιχείο, που τόσο εκλείπει από τα ιταλικά clubs τα τελευταία χρόνια, να επανέρθει δριμύτερο στο μέλλον, ώστε να ανέβει για ακόμη μια φορά η Squadra Azzurra στην κορυφή του κόσμου. Forza!

*Ο τίτλος του κειμένου είναι παράφραση της περίφημης ρήσης του θρύλου της Λίβερπουλ Alan HansenYou cant win anything with kids”.

13/1/14

Επόμενη στάση: Continassa!




Τι μπορεί να θεωρηθεί όραμα και ποια είναι η υφή του; Πώς εφαρμόζεται στην πράξη; Όραμα είναι ο άξονας, πάνω στον οποίο οικοδομείς το μέλλον σου. Ένα είδος ιδεολογίας. Η Γιουβέντους, με τον Αντρέα Ανιέλι στην κεφαλή, διαθέτει όραμα. Όραμα, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της προοπτικής της. Τη χτίζει σταδιακά. Χτίζει με ορίζοντα – ορίζων και όραμα είναι λέξεις συγγενικές – το μέλλον και το βλέμμα στο παρόν. Για να πραγματωθεί η προοπτική και οι απαιτήσεις, που δημιουργεί η ύπαρξή της, απαιτούνται επενδύσεις. Στην παρούσα φάση ενδείκνυται οι επενδύσεις αυτές να είναι εξω-αγωνιστικές.

Δύο μακρόπνοα έργα έμελλε να αλλάξουν το ρου της ιστορίας της Γιουβέντους, στη μετά-Καλτσιόπολις εποχή. Η δημιουργία του προπονητικού κέντρου στο Vinovo, το 2006 και η είσοδος της ομάδας στο Juventus Stadium, το 2011. Έργα – παρακαταθήκη για το μέλλον, από την περίοδο της Τριανδρίας, δεδομένου ότι η έκταση του γηπέδου περιήλθε στην ιδιοκτησία της ομάδας το 2003.

Γνωρίζοντας την πορεία του Ανιέλι, θεωρώ σίγουρο ότι η κληρονομιά αυτή χρησιμεύει ως φάρος για τα μελλοντικά σχέδια, που καταστρώνει για το καλό του συλλόγου. Είμαι βέβαιος ότι η στρατηγική του είναι παρεμφερής, αν όχι ίδια, με εκείνη των Direttori. Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά, εάν σκοπεύει να αναβιώσει το «Στρατηγικό πλάνο για την αχτύπητη Γιουβέντους». Στην κατεύθυνση αυτή, η διοίκηση, πραγματοποιεί ένα σημαντικό βήμα, αποφασίζοντας τη δημιουργία νέων προπονητικών εγκαταστάσεων, στην Continassa, περιοχή υποβαθμισμένη στα αριστερά του γηπέδου.

Ο Ανιέλι επιχειρεί να αναβιώσει, τμηματικά ή ολοκληρωτικά δε μπορεί κανείς να το ξέρει, το πλάνο της Τριανδρίας. Στην κατεύθυνση αυτή, θέτει το θεμέλιο λίθο, ανακοινώνοντας τη δημιουργία νέων προπονητικών εγκαταστάσεων στην υποβαθμισμένη περιοχή του Τορίνο, ονόματι Continassa.


                         

 
Κωδική ονομασία «Progetto Continassa».  Η παραχωρηθείσα έκταση ονομάστηκε από το δήμο της πόλη του Τορίνο «Juventus Area», με την προοπτική να δημιουργηθεί στο υποβαθμισμένο προάστιο της μητρόπολης η «Πολιτεία της Γιουβέντους», που θα δώσει ανάσα και ιδιαίτερη, ασπρόμαυρη χρεία στο βιομηχανικό ιστό της περιοχής. Η επισημοποίηση της συμφωνίας, μεταξύ των πλευρών έγινε πριν 2 χρόνια, στις 28 Δεκεμβρίου 2012, όταν και έπεσαν οι υπογραφές. Η έκταση πέρασε στην κυριότητα της Γιουβέντους, και τυπικά, την 31η Αυγούστου 2013.

Οι όροι της συμφωνίας. Ο δήμος του Τορίνο και η Γιουβέντους, ήλθαν σε συμφωνία για την παραχώρηση από τον πρώτο, έκτασης 180.000 τ.μ. στη δεύτερη, για 99 χρόνια με αντίτιμο 11,7 εκατομμύρια ευρώ. Η σύμβαση διαθέτει ρήτρα για περαιτέρω επέκταση της συμφωνίας. Επιπρόσθετα, η Γιουβέντους μπορεί να μεταφέρει 5.000 τ.μ., που της ανήκουν, στην περιοχή της Cascina Continassa, όπου οι διοικούντες σκοπεύουν να μεταφέρουν τα γραφεία της ομάδας, από το 2016 κι έπειτα. Η υψηλή κυριότητα της έκτασης παραμένει στο δήμο της πόλης.

Οι χρήσεις της περιοχής. Σύμφωνα, με το δημοσιευθέν πλάνο της διοίκησης, στην περιοχή πρόκειται να ανοικοδομηθούν: α) το νέο προπονητικό κέντρο της πρώτης ομάδας και β) η αίθουσα τύπου, όπου θα παραχωρούνται οι συνεντεύξεις τύπου προπονητών και ποδοσφαιριστών. Αυτά, ως προς το αγωνιστικό σκέλος. Παράλληλα, σχεδιάζεται η δημιουργία εμπορικών καταστημάτων, ξενοδοχείων, εστιατορίων, επιχειρήσεων, διάφορων δραστηριοτήτων με βάση την ψυχαγωγία, όπως επίσης και ιδιωτικές κατοικίες.

Από την πλευρά του, ο δήμος του Τορίνο, που διατηρεί 80.000 τ.μ. στην περιοχή, σκοπεύει να δημιουργήσει πάρκο αναψυχής κι άλλες υποδομές κοινής ωφέλειας, που θα καταστήσουν την περιοχή «πνεύμονα» για του Τορινέζους εκτός του πυρήνα της πόλης τους.

Οι εργασίες πρόκειται να ξεκινήσουν την άνοιξη του 2014, με την περαίωσή τους να ορίζεται σε 1 με 1,5 χρόνο. Το ύψος του κόστους θα φτάσει τα 345 εκατομμύρια ευρώ, με τη Γιουβέντους να συνεισφέρει τα 185 από αυτά, ενώ άλλοι ιδιώτες επενδυτές θα διαθέσουν τα υπολειπόμενα 160 εκατομμύρια.


                            


Ο γίγαντας μπαλαντέρ. Γεγονός, άξιο αναφοράς είναι η σύναψη διμερούς συμφωνίας, ανάμεσα στη Γιουβέντους και το Γερμανικό κολοσσό Bosch, στο περιθώριο της προετοιμασίας για την έναρξη των εργασιών. Η συμφωνία βρίσκει τη γερμανική εταιρία, ως βασικό στρατηγικό σύμμαχο της ομάδας. Της παρέχει τεχνογνωσία αναφορικά με τον προγραμματισμό, την παροχή και τη διαχείριση όλων των εργασιών που απαιτούν ενέργεια, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναμόρφωσης της υποβαθμισμένης περιοχής της Continassa. Πρόδηλος στόχος, όπως είναι φυσικό, των δύο συνεργαζόμενων πλευρών είναι η όσο το δυνατόν μικρότερη σπατάλη ενέργειας με παράλληλο περιορισμό των εκπομπών ρίπων, στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Πρόθεση του συλλόγου, που έγινε φανερός από την οικολογικό σχεδίαση του ίδιου του Juventus Stadium.

Παράπλευρα οφέλη. Τα οφέλη από το έργο πολλαπλά. Πρωτίστως, οικονομικά και αθλητικά, φυσικά. Στο οικονομικό κομμάτι, ο Ανιέλι, σε ανύποπτο χρόνο, δήλωσε πώς στόχος της Γιουβέντους είναι να σπάσει το φράγμα των 350 εκατομμυρίων ετησίως σε έσοδα. Έτσι, θα μπορεί να κοιτά κατάματα τα μεγαθήρια του ευρωπαϊκού χώρου. Μέσω του πρότζεκτ για ολική αναδόμηση της περιοχής της Continassa, τίθεται ο θεμέλιος λίθος για σημαντική ποσοστιαία άνοδο των εσόδων του συλλόγου. Κι αυτό, διότι η Γιουβέντους θα διαθέτει τη μερίδα του λέοντος, στα ποσοστά εκμετάλλευσης των πολυχώρων, που θα δημιουργηθούν. Με απλές κουβέντες, πρόκειται για μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κλείσει ακόμη περισσότερο η ψαλίδα με τους πλουσιότερους ευρωπαϊκούς συλλόγους. Πρόκειται για ένα βήμα «ανταγωνιστικότητας».

Ο μεγάλος κερδισμένος. Από το νέο προπονητικό, κερδισμένη βγαίνει η βάση της ομάδας. Το φυτώριό της. Με την περαίωση των εργασιών, το προπονητικό κέντρο στο Vinovo «εκχωρείται» για χρήση στα τμήματα υποδομής της Γιουβέντους. Τι σημαίνει στην πράξη αυτό; Μεγαλύτερη ευελιξία στα προγράμματα προπόνησης, περισσότερος χώρος για παιδιά του εξωτερικού στους ξενώνες του προπονητηρίου, άνοδος της ποιότητας δουλειάς. Κατά γενική παραδοχή, η σωστή δουλειά στις υποδομές βασίζεται τόσο στα πρόσωπα που στελεχώνουν το staff, όσο και στις υλικοτεχνικές υποδομές. Για το πρώτο δεν είμαστε βέβαιοι ακόμη, καθότι η δουλειά των υπευθύνων σε τέτοιες περιπτώσεις αποδίδει σε βάθος 5ετίας. Η δεύτερη συνιστώσα θα βελτιωθεί σίγουρα, καθότι όταν παραδοθεί η Continassa, το κέντρο στο Vinovo θα μετρά μόλις 10 χρόνια ζωής. Είναι σύγχρονο και πλήρως εξοπλισμένο, έτοιμο να παράγει, επιτέλους, παίκτες ικανούς να σηκώσουν το βάρος της φανέλας. Παίκτες που θα αποτελέσουν το νέο αίμα στις τάξεις της Γιουβέντους και της Σκουάντρα Ατζούρα.

Κλείνοντας, η «περιττή πολυτέλεια», για πολλούς, της ανοικοδόμησης νέου προπονητικού κέντρου, μοιάζει να έχει μετατραπεί σε βασική αναγκαιότητα από τον Ανιέλι. Και κομμάτι αναπόσπαστο του σχεδίου του για την ολική επαναφορά της Γιουβέντους, σε όλα τα επίπεδα. Για τα οφέλη μπορούμε μονάχα να μιλήσουμε υποθετικά. Το διάστημα, που θα χρειαστεί για την ολοκλήρωση του σημαντικού αυτού σχεδίου, δεν είναι δα και τόσο μεγάλο. Ευελπιστώ λοιπόν, οι υποθέσεις να τραπούν σε ανθηρό παρόν κι ακόμη λαμπρότερο μέλλον.